Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρροφητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρροφητικός -ή -ό [anarofitikós] Ε1 : που είναι χρήσιμος ή κατάλληλος για αναρρόφηση: Aναρροφητική αντλία.

[λόγ. αναρροφη- (αναρροφώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. aspirant]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρροφητικός, -ή, -ό [anarofitikós] (L)
  • of suction:
    • αναρροφητική συσκευή suction apparatus |
    • αναρροφητική βαλβίδα suction valve |
    • αναρροφητική αντλία suction pump, lift-pump |
    • αναρροφητική βυθοκόρος suction dredger |
    • ~ σωλήνας suction pipe |
    • ~ ανεμιστήρας suction ventilator, exhaust fan |
    • αναρροφητικό φίλτρο suction filter |
    • αναρροφητική αεραντλία air pump

[fr kath (neol]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες