Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρριχητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρριχητικός -ή -ό [anarixitikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αναρρίχηση: Aναρριχητική ικανότητα. 2. που έχει την ιδιότητα να αναρριχάται: (βοτ.) Aναρριχητικά φυτά. (ζωολ.) Aναρριχητικά ζώα.

[λόγ. αναρριχη- (αναρριχώμαι) -τικός μτφρδ. γαλλ. grimpant]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρριχητικός, -ή, -ό [anari itikós] (L)
  • ① ascending, climbing:
    • αναρριχητική ικανότητα gradability
  • ⓐ αναρριχητικό πτηνό climber (e.g., δρυοκολάπτης, ψιττακός κλ) (syn δενδροβατικό πτηνό)
  • ⓑ bot αναρριχητικό φυτό climbing plant, creeper, climber, twiner:
    • αναρριχητικά φυτά climbing plants |
    • περιπλοκάδες από αναρριχητικά φυτά |
    • ο παραλιακός περίπατος είναι όλος παρτέρια λουλουδιών, αναρριχητικά φυτά, φοινικιές κι αναβρυτήρια (Ouranis) |
    • αναρριχητικά φυτά και αγραμπελιές τύλιγαν τα δένδρα (Vacalop) |
    • αναρριχητικά λουλούδια |
    • θάμνοι αναρριχητικοί και ερπυστικοί (Panagiotop) |
    • οι αγγειογράφοι του 4ου αιώνα απλώνουν πάνω στην επιφάνεια σαν αναρριχητική περιπλοκάδα μιαν ολόκληρη φυτική παρουσία (Karouzou) |
    • αναρριχητική χλωρίδα |
    • άλλοι κρέμονταν σαν αναρριχητικά φυτά έξω από το αυτοκίνητο (Ouranis)
  • ② αναρριχητικές σκάλες moving staircase, escalator
  • ③ fig ascending, climbing (in life):
    • η αναρριχητική του φιλοδοξία δεν μπορούσε να συγκριθεί παρά με την πνευματική του κουφότητα (Roufos) |
    • poem ένα σγουρό τσουλούφι |..| φύλλο αναρριχητικού πόθου, που θάλλει | και αναμένει (Kesmeti)

[fr kath (neol) αναρριχητικός, der of *αναρριχητός, der of αναρριχώμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες