Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρριχητικό [anari itikó] το, usu pl αναρριχητικά τα, (L) bot
- climber (syn αναρριχώμενο):
- από μεγάλος πυκνός θάμνος .. έγινε ~ (Myriv) |
- οι τοίχοι, οι τυλιγμένοι απ' τα πράσινα φύλλα, τ' αναρριχητικά, που κατακαλύπτουν τα πάντα (Venezis) |
- οι πυλώνες της εκκλησιάς, οι πλημμυρισμένοι στο πράσινο των αναρριχητικών (Papatsonis) |
- η πλατεία, πλαισιωμένη .. από λουλούδια και αναρριχητικά (Varelas)
[fr kath αναρριχητικόν, neol, substantiv. n of kath αναρριχητικός]
- climber (syn αναρριχώμενο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρριχητικός -ή -ό [anarixitikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αναρρίχηση: Aναρριχητική ικανότητα. 2. που έχει την ιδιότητα να αναρριχάται: (βοτ.) Aναρριχητικά φυτά. (ζωολ.) Aναρριχητικά ζώα.
[λόγ. αναρριχη- (αναρριχώμαι) -τικός μτφρδ. γαλλ. grimpant]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρριχητικός, -ή, -ό [anari itikós] (L)
- ① ascending, climbing:
- αναρριχητική ικανότητα gradability
- ⓐ αναρριχητικό πτηνό climber (e.g., δρυοκολάπτης, ψιττακός κλ) (syn δενδροβατικό πτηνό)
- ⓑ bot αναρριχητικό φυτό climbing plant, creeper, climber, twiner:
- αναρριχητικά φυτά climbing plants |
- περιπλοκάδες από αναρριχητικά φυτά |
- ο παραλιακός περίπατος είναι όλος παρτέρια λουλουδιών, αναρριχητικά φυτά, φοινικιές κι αναβρυτήρια (Ouranis) |
- αναρριχητικά φυτά και αγραμπελιές τύλιγαν τα δένδρα (Vacalop) |
- αναρριχητικά λουλούδια |
- θάμνοι αναρριχητικοί και ερπυστικοί (Panagiotop) |
- οι αγγειογράφοι του 4ου αιώνα απλώνουν πάνω στην επιφάνεια σαν αναρριχητική περιπλοκάδα μιαν ολόκληρη φυτική παρουσία (Karouzou) |
- αναρριχητική χλωρίδα |
- άλλοι κρέμονταν σαν αναρριχητικά φυτά έξω από το αυτοκίνητο (Ouranis)
- ② αναρριχητικές σκάλες moving staircase, escalator
- ③ fig ascending, climbing (in life):
- η αναρριχητική του φιλοδοξία δεν μπορούσε να συγκριθεί παρά με την πνευματική του κουφότητα (Roufos) |
- poem ένα σγουρό τσουλούφι |..| φύλλο αναρριχητικού πόθου, που θάλλει | και αναμένει (Kesmeti)
[fr kath (neol) αναρριχητικός, der of *αναρριχητός, der of αναρριχώμαι]
- ① ascending, climbing: