Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρρίχηση η [anaríxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναρριχώμαι. 1. (λόγ.) σκαρφάλωμα: ~ σε βράχο / στύλο. Tο άθλημα της αναρρίχησης. (βοτ.) ~ φυτού. (ζωολ.) ~ ζώου. 2. (μτφ.) απόκτηση αξιώματος κτλ. με όχι θεμιτό τρόπο: ~ στην εξουσία.
[λόγ. < αρχ. ἀναρρίχη(σις) -ση (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρρίχηση [anarí isi] η, gen αναρρίχησης & αναρριχήσεως (L)
- ① climbing, climb (syn σκαρφάλωμα):
- φοβερά επικίνδυνη ~ |
- η κούραση της αναρρίχησης μεγάλωσε |
- πράσινες ανηφοριές καλούν σε ~ (Papantoniou) |
- ό,τι ήταν άλλοτε ανάγκη ζωής μεταβάλλεται τώρα σε αθλοπαιδιά, δηλαδή σ' ερασιτεχνία |
- το περπάτημα, η ~, η πάλη (Terzakis) |
- ~ στον παρακείμενο στύλο (ASchinas) |
- οι ποντικοί σκαρφάλωναν στους κισσούς .. γιατί τους αρέσει απλώς η ~ (Melas, adapted)
- ⓐ gym μετατόπιση του σώματος, π.χ. ~, υπερπήδηση, κυβίστηση κλ:
- ~ επί κάλω rope climb
- ② fig upward movement, social climbing, ascent:
- πέταξε τη σκάλα, αφού τη μεταχειρίστηκε για την αναρρίχησή του (Papanoutsos)
[fr MG (Souda) ← LK ἀναρρίχησις ← AG (Aristotle)]
- ① climbing, climb (syn σκαρφάλωμα):