Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρμόδιος -α -ο [anarmóδios] Ε6 : που δεν είναι αρμόδιος, δε διαθέτει τις απαραίτητες ιδιότητες, ιδίως γνώσεις ή προσόντα, ώστε να κάνει κτ.: Ως άγαμος είναι ~ να μιλά για τις σχέσεις μεταξύ των συζύγων. || (νομ.): Tο δικαστήριο κηρύχτηκε αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση.
[λόγ. < ελνστ. ἀναρμόδιος `ακατάλληλος΄ σημδ. γαλλ. incompétant]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρμόδιος1 [anarmó∂ios] ο,
- person without competence, individual inept for a certain job:
- ποτέ δεν υπέβαλα έργο μου, για να μου το κρίνουν οι αναρμόδιοι (Xenop) |
- οι αρμόδιοι τυφλωμένοι από έμμονες ιδέες αργούν να λάβουν μέτρα που τα βλέπουν ακόμα και οι αναρμόδιοι (PSolomos) |
- ένας θεληματικά ~ μπορεί να σωπάσει (Panagiotop)
[substantiv. m of αναρμόδιος2]
- person without competence, individual inept for a certain job:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρμόδιος2, -α, -ο [anarmó∂ios] (L)
- unqualified or unauthorized (syn ακατάλληλος, ant αρμόδιος):
- είναι ~ να ενεργήσει κατ' οίκον έρευνα |
- είμαι ~ να επέμβω σ' αυτό το ζήτημα, στην διαφορά |
- κηρύσσομαι ~ disclaim competence |
- το δικαστήριο εκηρύχθη αναρμόδιο να δικάση την υπόθεση without jurisdiction to hear the case |
- το Tμήμα ήταν ολότελα αναρμόδιο για τη λογοκρισία του ελληνικού τύπου και των ελληνικών εντύπων γενικότερα (Seferis) |
- κι ακόμα αναρμόδιες αρμοδιότητες, ερίζουσες για τον τόπο της ανεγέρσεως, δεν καταλήγουν σε απόφαση για την κατασκευή ενός ανεκτού σταθμού της πόλεως (Palaiologos)
- ① inept, unfit, incompetent:
- ακριβώς επειδή είμαι αναρμόδια, η φωνή μου δεν πρόκειται να παίξει κανένα ρόλο (Thrylos) |
- κανένας από τους συζητητάς δεν ήταν ~ να έχει έγκυρη γνώμη (id.) |
- μόνος ~ να μιλήσει για το θέμα είναι ακριβώς ο ποιητής (Dimaras) |
- η κυβέρνηση είχε ουσιαστικά αφήσει την εθνική αυτή υπόθεση στα χέρια ενός ξένου δικηγόρου και δυο Eλλήνων στην ουσία αναρμοδίων (Christidis)
[fr MG αναρμόδιος (5th-6th c.), cpd w. K ἁρμόδιος (MG also adv αρμόδια & PatrG, MG ἁρμοδίως)]
- unqualified or unauthorized (syn ακατάλληλος, ant αρμόδιος):