Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρθρία η [anarθría] Ο25 : (ιατρ.) αδυναμία για άρθρωση λόγου.
[λόγ. < νλατ. anarthria < αρχ. ἄναρθρ(ος) (δες άναρθρος1α) -ia = -ία (διαφ. το αρχ. ἀναρθρία `χαλαρότητα των αρθρώσεων΄)]