Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναργυρία [anaryiría] η,
- lack of money, penury (syn αναπαραδιά, αχρηματία L, αδεκαρία, απενταρία, αψιλία):
- δεν μπορεί να κάμει τίποτα, έχει ~
[fr MG αναργυρία (6th c.) ← AG]
- lack of money, penury (syn αναπαραδιά, αχρηματία L, αδεκαρία, απενταρία, αψιλία):