Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναρίθμητος, επίθ.· αναρίφνητος· ανερίφνητος· αρίθμητος· αρίφνητος.
-
- Που δε μετριέται·
- α) (προκ. για πρόσωπα, ομάδες προσώπων, ζώα, δέντρα, κλπ.) αμέτρητος, ανυπολόγιστος:
- αρίθμητους χριστιανούς (Iστ. Bλαχ. 2532)·
- λαός αρίφνητος (Eρωτόκρ. B´ 517· Β́ 638)·
- σαΐτες ανερίφνητες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47423)·
- β) (προκ. για πλούτο) άφθονος, άπειρος:
- χρυσίον αναρίθμητον (Διγ. O 1992· Zήν. A´ 6)·
- γ) (προκ. για χρονική διάρκεια) πολύς:
- αρίφνητη ώρα (Eρωτόκρ. B´ 1216)·
- δ) (προκ. για κάλλος) υπερβολικός:
- (Eρωφ. Γ´ 142)·
- ε) (προκ. για ψυχικά ή άλλα γεγονότα) σημαντικός, σπουδαίος:
- αρίφνητος μεταγνωμός (Eρωφ. A´ 421)·
- χαλασμόν αρίθμητον (Aχέλ. 2287).
- α) (προκ. για πρόσωπα, ομάδες προσώπων, ζώα, δέντρα, κλπ.) αμέτρητος, ανυπολόγιστος:
[αρχ. επίθ. αναρίθμητος. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Που δε μετριέται·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρίθμητος -η -ο [anaríθmitos] Ε5 : (για σύνολο προσώπων, πραγμάτων κτλ.) που αποτελείται από πάρα πολλά στοιχεία. α. πολυάριθμος: Aναρίθμητες ακρίδες ρήμαξαν τις καλλιέργειες. β. πολύ μεγάλος: Aναρίθμητο πλήθος. Aναρίθμητα πλούτη.
[λόγ. < αρχ. ἀναρίθμητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρίθμητος, -η, -ο [anaríθmitos] (L)
- innumerable, countless, untold (syn αλογάριαστος, αμέτρητος, αρίθμητος, αρίφνητος, άπειρος):
- κόσμος, λαός ~, αναρίθμητο πλήθος |
- αναρίθμητα άστρα, πράγματα, μηχανήματα, αυτοκίνητα, κτίσματα, διαμερίσματα |
- αναρίθμητα έργα, δημοσιεύματα, βιβλία |
- αναρίθμητα παιδιά, πουλιά, άλογα, σκυλιά |
- αναρίθμητα κακά, δεινά |
- αναρίθμητα προβλήματα a myriad of problems |
- αναρίθμητοι δρόμοι, αναρίθμητες πλατείες |
- αναρίθμητα χρόνια, αιώνες αναρίθμητοι |
- αναρίθμητες χιλιάδες, αναρίθμητες στρατιές |
- αναρίθμητοι άνθρωποι, ξένοι, τουρίστες, νεκροί |
- αναρίθμητα πτώματα |
- αναρίθμητα μνημεία, ηρώα του πολέμου |
- αναρίθμητες ζωές, ψυχές, γενιές, μορφές |
- αναρίθμητα πρόσωπα |
- αναρίθμητες εικόνες |
- αναρίθμητες λέξεις, λεπτομέρειες, παραπομπές |
- αναρίθμητοι στίχοι |
- αναρίθμητα ερωτήματα, αποσπάσματα, υπομνήματα |
- τον είδαν αναρίθμητες φορές |
- αναρίθμητες έρευνες στις βαλίτσες |
- είχε συγκεντρώσει αναρίθμητο θησαυρό |
- σμήνη αναρίθμητα αγγέλων (Papatsonis) |
- ο παππούς πέρασε τις αναρίθμητες μέρες του .. σιμά στο πηγάδι (Panagiotop) |
- μια αναρίθμητη ποικιλία από τα ερπετά αυτά (GRoussos) [fr MG αναρίθμητος ← K, AG àναρίθμητος]. Cf also αρίθμητος, αρίφνητος.
- innumerable, countless, untold (syn αλογάριαστος, αμέτρητος, αρίθμητος, αρίφνητος, άπειρος):