Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπόφευκτο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπόφευκτο [anapófefkto] το, (& αναπόφευχτο)
  • the inevitable, inevitability (near-syn το αναπότρεπτο):
    • το ~ συνέβη |
    • είναι τόσο βέβαιη για το ~; |
    • ας υποταχθούμε στο ~για να υποτάσσουμε κ' εμείς με τη σειρά μας στη θέλησή μας τα στοιχεία τα αναπόφευχτα για να ζούμε τη ζωή μας (Palam) |
    • ο αριθμός τους πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο ~ (Christidis AK) |
    • η τελευταία απόπειρα της πρωτεύουσας να προλάβει το ~ θα είναι η αποστολή στα Γιάννινα με αυτοκίνητο δύο αξιωματικών (Terzakis)

[fr kath το αναπόφευκτον, substantiv. n of kath αναπόφευκτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπόφευκτος -η -ο [anapófefktos] Ε5 : (ιδ. για κτ. κακό) που δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε: Έβλεπε ότι το διαζύγιό τους ήταν πια αναπόφευκτο. || (ως ουσ.) το αναπόφευκτο, ο θάνατος: Όλοι πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα του αναπόφευκτου. α. αναπότρεπτος: H επανάσταση με τις αναπόφευκτες βιαιότητές της. β. αναγκαίος, υποχρεωτικός: Aναπόφευκτο συμπέρασμα / αποτέλεσμα. αναπόφευκτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αποφεύγ(ω) -τος κατά το άφευκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπόφευκτος, -η, -ο [anapófefktos] (& αναπόφευχτος) (L)
  • unavoidable, inevitable, ineluctable, certain:
    • αναπόφευκτο συμπέρασμα inescapable conclusion |
    • αναπόφευκτη έκφραση, αναπόφευκτη ερώτηση |
    • αναπόφευκτη καταστροφή |
    • αναπόφευκτη συνέπεια inescapable consequence; κατ' αναπόφευκτη συνέπεια |
    • αναπόφευκτη υποψία |
    • αναπόφευκτα προβλήματα |
    • αναπόφευκτη σύγκρουση |
    • πάθος αναπόφευκτο |
    • η κρίση έγινε αναπόφευκτη |
    • κλαις μέσα σου για το κακό το αναπόφευκτο |
    • αναπόφευκτη επίδραση, αναπόφευκτη αντίδραση |
    • αναπόφευκτη (κοινωνική) ανάγκη |
    • σίγουρος και ~ θάνατος |
    • τα γνωστά και αναπόφευχτα μειονεκτήματα μιας νεκρής γλώσσας |
    • η εκτροπή γίνεται αναπόφευκτη |
    • αναπόφευκτες περιπέτειες |
    • ορισμένα αναπόφευκτα λάθη |
    • αναπόφευκτες μοιραίες αδυναμίες |
    • μια αντινομία αναπόφευκτη |
    • phr είναι κάτι αναπόφευκτο |
    • προσμένουν κάτι το μοιραίο, το αναπόφευκτο (Chatzinis) |
    • είναι αναπόφευκτο να+subj |
    • η διαδικασία αυτή είναι αναπόφευκτο να περάσει από διάφορες φάσεις (Theotokas) |
    • τηρώ τους φωνητικούς κανόνες της δημοτικής, κάνοντας μόνο τις αναπόφευκτες υποχωρήσεις (Christidis AK) |
    • υπάρχει σαν μια αναπόφευκτη ομολογία πίσω από όλα όσα μας λέει (Tsatsos) |
    • οι πόλεμοι για την ελευθερία, όταν έχουν καταστεί αναπόφευκτοι, είναι δικαιωμένες πράξεις (Panagiotop) |
    • ο Σπέγκλερ θεωρούσε αναπόφευκτη την καταδίκη και την εξαφάνιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού (id.) |
    • το πέρασμα του χρόνου φέρνει μαζί του τις αναπόφευχτες αλλοιώσεις (Papanoutsos)

[fr kath αναπόφευκτος ← MG *αναπόφευκτος, cpd of αν- & *αποφευκτός (this bes αποφευκτέον (Prodromos); cf also K το εὐαπόφυκτον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες