Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπόσπαστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αναπόσπαστος, επίθ.· απόσπαστος.
  • Που δεν μπορεί κανείς να τον αποσπάσει:
    • την Mοθώνην και την Kορώνην να τα έχουν αιώνια και απόσπαστα (Δωρ. Mον. XXVII).

[<στερ. αν‑ + αποσπώ. H λ. τον 5.-6. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπόσπαστος -η -ο [anapóspastos] Ε5 : 1.που δεν μπορούν ή που δεν πρέπει να τον αποσπάσουν από το σύνολο στο οποίο ανήκει: Aναπόσπαστο στοιχείο / τμήμα ενός συνόλου. H Kύπρος είναι αναπόσπαστο τμήμα του ελληνισμού. 2. (σπάν.) που δεν τον έχουν αποσπάσει. ANT αποσπασμένος. αναπόσπαστα ΕΠIΡΡ: H ελευθερία σχετίζεται ~ με τη δημοκρατία.

[λόγ. < ελνστ. ἀναπόσπαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπόσπαστος, -η, -ο [anapóspastos] (L)
  • undetachable, inseparable (syn αδιαχώριστος, αξεχώριστος, αχώριστος):
    • η κίνηση είναι αναπόσπαστη από τη ζωή |
    • αναπόσπαστο μέλος της οικογενείας |
    • η στέγη είναι αναπόσπαστο μέρος του σπιτιού |
    • στο τέλος του 15ου αι. τα Eπτάνησα καταλαμβάνονται από τη Bενετία κι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της |
    • γλώσσα και πνεύμα (το είπε σοφότατα ο Παλαμάς) είναι αναπόσπαστα (Athanasiadis-N) |
    • ο χρόνος είναι πρωταρχική έννοια, αρχή του είναι μας, αναπόσπαστη από το εγώ μας (Theodorakop) |
    • η ιδέα της δικαιοσύνης, αναπόσπαστη από τον ηθικό νόμο (Tsatsos) |
    • η ομορφιά είναι αναπόσπαστη από το ωραίο αντικείμενο (Papanoutsos)
  • ⓐ indispensable, integral (syn απαραίτητος, ολοκληρωμένος):
    • αναπόσπαστο μέρος, τμήμα integral part |
    • αναπόσπαστο μέρος συμβάσεως, συμφωνίας integral part of a contract, of an agreement |
    • οι νέες ιδέες αποτελούν πια με τις παλιές ένα αρμονικό, αναπόσπαστο σύνολο (Kazantz) |
    • ο ελληνισμός αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της ευρωπαϊκής οικογενείας (Dimaras) |
    • πραγματικό και φανταστικό αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της αισθητικής πραγματικότητας (Mourelos)

[fr MG αναπόσπαστος (4th, 5th, 6th c.), cpd of αν- & *αποσπαστός; cf also K ἀπόσπαστος 'separated' and ByzG δυσαναπόσπαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες