Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπόληση η [anapólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπολώ.
[λόγ. < ελνστ. ἀναπόλη(σις) `ενθύμηση΄ -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπόληση [anapólisi] η, gen αναπόλησης & αναπολήσεως, pl αναπολήσεις (L)
- recalling to mind, reminiscence, recollection, remembrance (syn ανάμνηση):
- ~ του παρελθόντος |
- αναπολήσεις της νεότητας |
- αισθηματική, λογοτεχνική, λυρική, ρεμβαστική, νοσταλγική, παιδική ~ |
- η χαρά σαν ~ |
- η ~ των δεινών |
- η ενατένιση και η ~ |
- ~ και ρέμβη |
- ~ της μορφής της αγαπημένης του |
- ~ της χαμένης μικρασιατικής πατρίδας |
- τόπος γι' ~ και για συλλογή |
- ο κόσμος των αναμνήσεων και των αναπολήσεων (Sachinis) |
- ο δικός σου ήταν ένας κόσμος στοχασμού κι αναπόλησης (Tsirkas) |
- περασμένες αναπολήσεις, μεσαιωνικές αναπολήσεις |
- βυθίστηκε στην ~ του παλιού καιρού |
- η νοσταλγική ~ των παιδικών χρόνων (Dimaras) |
- κατασκευάζουν ένα παρόν με τη φαντασία και με την ~ (Panagiotop) |
- νοσταλγία ή ~ σε ώρες ρεμβασμού (Peranthis) |
- ένα καινούργιο βίωμα πραγματοποιημένο με την ~ (Chatzinis) |
- πικρή η ~ του "χαμένου παραδείσου" (Papanoutsos) |
- ένα ένα έφερνα στην αναπόλησή μου τα λόγια του (ADoxas) |
- απλή σύμβαση θα κεντρίζει τη νοσταλγία και θα προκαλεί τη μελαγχολική ~ των απαυδημένων (Panagiotop) |
- μια περιγραφική ~ των μαύρων ημερών της Kατοχής και της πείνας του 1941 (Spandonidis)
[fr kath αναπόλησις ← LK ἀναπόλησις (2nd-3rd c. AD)]
- recalling to mind, reminiscence, recollection, remembrance (syn ανάμνηση):