Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπόδραστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπόδραστα [anapó∂rasta] adv (L)
  • unavoidably, inevitably, inescapably (syn αναπόφευκτα):
    • θα έρθει ~ η στιγμή της λογικής κατεργασίας (Chourmouzios) |
    • οι κάθε λογής περιορισμοί ~ έρχονται μαζί με το δειλινό της ζωής (Papanoutsos) |
    • είμαστε παραδομένοι ~ σε ένα αμετάκλητα καθορισμένο κόσμο (Georgoulis) |
    • μόλις το περιεχόμενο της Tέχνης μεταβληθεί, μεταβάλλεται ~ κ' η μορφή (Panagiotop) |
    • η λαϊκότροπη ροπή θα θεωρηθεί ~ ακκισμός (Dimaras) |
    • μελετώντας το Σολωμό προεκτείνουμε ~ την ενέργειά μας σ' ολόκληρη την περιοχή της ποίησης (Chatzinis)

[der of αναπόδραστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες