Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπυρώνω [anapiróno] aor αναπύρωσα, 3pl αναπυρώσαν, intr
- take fire again, flame up anew:
- poem χυμίζει η αύρα μια ριπή | καταμεσής στα δάση | που αναπυρώσαν πορφυρά (Sikel)
[cpd of ανα- & πυρώνω; cf PatrG ἀναπυρίζω 'set on fire']
- take fire again, flame up anew: