Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπτύσσω [anaptíso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και ανέπτυξα, απαρέμφ. αναπτύξει, μππ. και ανεπτυγμένος : 1.δίνω σε κτ. μεγαλύτερη έκταση, το απλώ νω: (στρατ.) ~ το μέτωπο / την παράταξη, τα επιμηκύνω ενώ μειώνω το βάθος τους· (πρβ. συμπτύσσω). Aναπτύχθηκαν οι δυνάμεις των αντιπάλων, πήραν τις κατάλληλες θέσεις. (μαθημ.) ~ έναν κύβο / μια πυραμίδα, απλώνω και αναπαριστάνω τις επιφάνειές τους πάνω σε επίπεδο. Aναπτυγμένη αλγεβρική παράσταση, που είναι ισοδύναμη με μια άλλη αλλά εκτενέστερη. 2α. δημιουργώ σταδιακά κτ.: Aνάμεσα στα πηνία του μετασχηματιστή αναπτύσσεται μαγνητικό πεδίο. ~ δράση, δρω. β. αυξάνω ή βελτιώνω σταδιακά κτ.: ~ ταχύτητα. Aναπτύσσεται η τέχνη / ο πολιτισμός. Aναπτύσσεται το έμβρυο / φυτό / ζώο, ακολουθεί τη συνηθισμένη βιολογική πορεία ως την ωριμότητα. Zει αλλά δεν αναπτύσσεται αρκετά. Άνθρωπος αναπτυγμένος σωματικά / πνευματικά. Λαός πολιτιστικά αναπτυγμένος. || (για οικονομική ανάπτυξη): Aναπτύσσεται η γεωργία / η βιομηχανία / το εμπόριο. Aναπτυγμένη χώρα. Πόλη που αναπτύχθηκε γρήγορα. 3. περιγράφω, αναλύω ένα θέμα, έτσι ώστε αυτό να γίνει πιο κατανοητό: ~ σύντομα / λεπτομερώς τις απόψεις μου. Στην Πολιτεία αναπτύσσονται οι πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις του Πλάτωνα. H θεωρία του ορθολογισμού είναι αναπτυγμένη στα βιβλία του Kαντ.
[λόγ. < αρχ. ἀναπτύσσω `ξεδιπλώνω΄ & σημδ. γαλλ. développer]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναπτύσσω.
-
- 1) (Προκ. για στόμα) ανοίγω:
- (Iερακοσ. 3853).
- 2) (Προκ. για πληγή) σχίζω, διανοίγω:
- (Φυσιολ. (Zur.) VIII 17).
[αρχ. αναπτύσσω. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για στόμα) ανοίγω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπτύσσω [anaptíso] ipf ανέπτυσσα, aor ανέπτυξα & ανάπτυξα (subj αναπτύξω), mediop αναπτύσσομαι, aor αναπτύχθηκα, 3rd sg ανεπτύχθη (subj αναπτυχθώ, αναπτυχτώ)
- ① milit deploy (ant συμπτύσσω):
- ~ ένα λόχο, ένα σύνταγμα, μια μεραρχία |
- ο Mαρδόνιος είχε αναπτύξει το στρατό του στην αριστερή όχθη του Aσωπού (Varelas) |
- αναπτυχθήκαμε, πιάσαμε ταμπούρια, στήσαμε τα κανόνια κι άρχισε η μάχη (ADoxas) |
- η διμοιρία σου θ' αναπτυχθεί απ' τα βόρεια πρανή (TAthanasiadis) |
- ο ένατος λόχος είχε αναπτυχτεί σε δυο κλιμάκια (id.)
- ② make grow, develop, expand (syn μεγαλώνω, ant ελαττώνω):
- ~ δράση, δραστηριότητα, αξιόλογη επίδοση |
- ~ ταχύτητα put on speed |
- ~ ταχύτητα εβδομήντα πέντε μιλίων increase speed to 75 m.p.h. |
- η συναναστροφή με τους καλούς αναπτύσσει την αρετή (Vrettakos) |
- ο άνθρωπος μπορεί στα πλαίσια της κοινωνίας να αναπτύξει τις προσωπικές του ικανότητες |
- κάθε άτομο στη σωστή θέση μπορεί να αναπτύξει τη μεγαλύτερη δυνατή δημιουργικότητα (Tsatsos) |
- οι αρχαίοι Έλληνες πρώτοι ανάπτυξαν τη συνείδηση της ελευθερίας (Evelpidis)
- ⓐ mi grow, develop, shoot up (syn μεγαλώνω, γίνομαι):
- η κόρη τους αναπτύσσεται αλματωδώς γρήγορα |
- το παιδί πολύ ανεπτύχθη από πέρυσι |
- ο οικισμός αναπτύχθηκε σε πόλη |
- η πόλη αναπτύσσεται αλματωδώς σε έκταση the city extends in size |
- ο κάκτος αναπτύσσεται σε θερμό και άνυδρο κλίμα |
- το πάθος όσο περισσότερο ικανοποιείται, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται (Vrettakos) |
- το ταλέντο του ανθρώπου αναπτύσσεται μέσα στη μόνωση (id.) |
- για ν' αναπτυχτεί το πνεύμα της αλληλεγγύης .. προτίμησα για το περιβόλι μας την εργασία των μαθητριών κατά ομάδες (Delmouzos) |
- η ιατρική αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, πάντως με βάση και πλούσια πηγή τον Γαληνό (Kanellop) |
- ο Eλληνισμός αναπτυσσότανε, πλούτιζε και καλλιεργούσε τη Mεγάλη Iδέα (Theotokas)
- ⓑ promote:
- ~ το εμπόριο promote trade
- ⓒ develop:
- ~ το μύθο develop the plot (of a literary work), e.g. ξέρει να αναπτύξει το μύθο του (Charis)
- ③ expound, treat, analyze, discuss in detail, elaborate, expatiate on, elucidate (syn αναλύω [λεπτομερώς], εκθέτω διεξοδικώς, εξηγώ):
- ~επιστημονικό θέμα expatiate on a scholarly subject |
- του ανάπτυξα το θέμα όσο μπορούσα πιο σύντομα |
- ~ το πολίτευμα |
- ανάπτυξε μερικές σοφιστικές θεωρίες (Papanoutsos) |
- ανέπτυξε διά μακρών τις γνώμες του, τις ιδέες του |
- ~ μια άποψη |
- ~ τα επιχειρήματά μου I marshal my arguments |
- αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω
- ⓓ represent:
- στους κάθετους τοίχους του ιερού σε δύο σκηνές αναπτύσσεται η θεία ευχαριστία (Tsitouridou)
- ⓔ journ ~ μια είδηση expand, develop a news item (w. backround material and ramifications discussed)
- ④ widen and broaden, develop, evolve (intelligence, the mind, experiences, specialization, one's character etc) (syn εξελίσσω):
- η γενική εξύψωση του μορφωτικού της επιπέδου αναπτύσσει αναπόφευκτα την κριτική σκέψη των μαζών (Theotokas)
- ⓕ mi develop, grow, be educated (syn εξελίσσομαι, καλλιεργούμαι, μορφώνομαι):
- με τα ταξίδια αναπτύσσεται κανείς |
- ο πολιτισμός στην πρωτόγονη φάση του παίρνει τη μορφή του παιχνιδιού κι αναπτύσσεται μέσα σ' ατμόσφαιρα παιχνιδιού (Evelpidis)
[fr MG αναπτύσσω ← K, PatrG ← AG]
- ① milit deploy (ant συμπτύσσω):