Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπτύξιμος, -η, -ο [anaptíksimos] (L)
- capable of development:
- οι εκδηλώσεις και συντελέσεις του εξανθρωπισμού του ανθρώπου είναι ανέφικτες και προπάντων μη αναπτύξιμες χωρίς την ύπαρξη της κοινωνίας (Despotop)
[fr kath αναπτύξιμος (Koumanoudis), neol, der of αναπτύχ- (αναπτύσσω), w. suff -σιμος]
- capable of development: