Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπτύξιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναπτύξιμος, -η, -ο [anaptíksimos] (L)
  • capable of development:
    • οι εκδηλώσεις και συντελέσεις του εξανθρωπισμού του ανθρώπου είναι ανέφικτες και προπάντων μη αναπτύξιμες χωρίς την ύπαρξη της κοινωνίας (Despotop)

[fr kath αναπτύξιμος (Koumanoudis), neol, der of αναπτύχ- (αναπτύσσω), w. suff -σιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες