Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπτυξιακός -ή -ό [anaptiksiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την οικονομική ανάπτυξη και ιδίως συντελεί σ΄ αυτή: Aναπτυξιακή διαδικασία / πολιτική.
[λόγ. ανάπτυξ(ις) -ιακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπτυξιακός, -ή, -ό [anaptiksiakós] (L)
- of or about development, developmental:
- αναπτυξιακή πολιτική, οικονομία |
- αναπτυξιακή και οικονομική πολιτική |
- αναπτυξιακή πορεία της χώρας |
- αναπτυξιακή προσπάθεια |
- η χώρα πρέπει να είναι έτοιμη να ανυψωθεί στο ευρωπαϊκό αναπτυξιακό επίπεδο |
- αναπτυξιακά προβλήματα, αναπτυξιακά προγράμματα, αναπτυξιακά κίνητρα |
- αναπτυξιακές δυνατότητες, πρωτοβουλίες |
- αναπτυξιακές διαρθρωτικές αλλαγές |
- ~ προϋπολογισμός |
- αναπτυξιακές επενδύσεις |
- αναπτυξιακή ταχύτητα, ~ ρυθμός της οικονομίας |
- αναπτυξιακό γεωργικό πρόγραμμα |
- συζητήθηκαν αναπτυξιακά θέματα |
- πρέπει ν' αποκτήσουμε πλήρη, πραγματική αναπτυξιακή συνείδηση (Angelop, adapted)
[fr kath, neol, αναπτυξιακός, der of ανάπτυξις, w. suff -ιακός]
- of or about development, developmental: