Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπτυξιακά [anaptiksiaká] adv (L)
- in or about development, developmentally:
- ~ η χώρα ανήκει στην Aνατολή
[der of αναπτυξιακός]
- in or about development, developmentally: