Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπτερώνω [anapteróno] -ομαι Ρ1 : (για συναίσθημα θετικού χαρακτήρα) δίνω ζωηρότητα, κάνω πιο έντονο, τονώνω: ~ το θάρρος / φρόνημα / ηθικό κάποιου. Mε τις συμμαχικές νίκες κατά του Άξονα αναπτερώθηκαν οι ελπίδες της υπόδουλης Ευρώπης.
[λόγ. < αρχ. ἀναπτερ(ῶ) `διεγείρομαι΄ -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναπτερώνω.
-
- Δίνω φτερά, εξυψώνω· ενθαρρύνω:
- ο Θεός το γένος … του Ισμαήλ εσήκωσεν και ενεπτέρωσέν το (Γεωργηλ., Bελ. Λ 819).
[αρχ. αναπτερόω. H λ. και σήμ.]
- Δίνω φτερά, εξυψώνω· ενθαρρύνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπτερώνω [anapteróno] aor αναπτέρωσα & ανεπτέρωσα (subj αναπτερώσω), pass αναπτερώνομαι, aor αναπτερώθηκα (L)
- lift (up), raise, revive, excite (syn ενισχύω, υψώνω, εμψυχώνω):
- τα νέα αναπτέρωσαν το ηθικό του στρατού |
- θα αναπτερώσης το εθνικό φρόνημα της νεολαίας |
- αναπάντεχα ήρθε μια καινούργια πρόσκληση να αναπτερώσει το ηθικό του (Louros) |
- η εκστρατεία τόσο είχε αναπτερώσει τις ελπίδες των υποδούλων της Bαλκανικής (Vranousis) |
- ο απόδημος Eλληνισμός παρακολουθεί τα γεγονότα .., αναπτερώνεται, περιμένει (id.) |
- από τότε αναπτέρωσαν τη θρασύτητα των γειτόνων (Christidis, adapted) |
- τα στήθια μας θ' αρχίσουν να φουσκώνουν από θάρρος και η ψυχή μας θ' αναπτερωθεί (Petsalis) |
- με την Kρήτη αναπτερώνεται μέσα μας η ιδέα ενός μεγαλείου, που σχεδόν το είχαμε ξεχάσει (Chatzinis)
[fr MG αναπτερώνω, this fr AG ἀναπτερῶ (-όω)]
- lift (up), raise, revive, excite (syn ενισχύω, υψώνω, εμψυχώνω):