Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπτήρας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπτήρας ο [anaptíras] Ο2 : μικρή φορητή συσκευή, η οποία με σπινθήρες δημιουργεί φλόγα και χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς: Ένας ~ με τσακμακόπετρα και φιτίλι / με βενζίνη / με υγραέριο. Hλεκτρονικός ~. Aποφάσισε να ξαναρχίσει το κάπνισμα κι αγόρασε καινούριο ~. αναπτηράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀνάπ(τω) `ανάβω΄ -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. lighter ή γερμ. Anzünder]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπτήρας [anaptíras] ο, (& rare αναφτήρας)
  • lighter (gas lighter, cigarette lighter):
    • άναψε τον αναπτήρα του |
    • στο τέλος ανάψανε σταυρωτά ο ένας από τον αναπτήρα του άλλου (Tsitseli) |
    • μικρές διαδοχικές φωτιές ξεπετιούνταν απ' το αναβόσβημα των αναφτήρων (Plaskovitis)

[fr kath αναπτήρ (Koumanoudis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες