Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναποφάσιστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναποφάσιστος -η -ο [anapofásistos] Ε5 : (για πρόσ.) α. που δεν αποφάσισε ακόμα. ANT αποφασισμένος: Είναι / μένει ~ ανάμεσα σε δύο λύσεις. || (ως ουσ.) ο αναποφάσιστος, για ψηφοφόρο: Tο ποσοστό των αναποφάσιστων. β. που δεν αποφασίζει εύκολα. ANT αποφασιστικός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. αναποφάσιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αποφασισ- (αποφασίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. indécis, irrésolu]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναποφάσιστος1 [anapofásistos] ο, (L)
  • undecided, irresolute, vacillating man, pl αναποφάσιστοι (for men and women) (syn ο διστακτικός,:
    • όταν ο ~ (sc ο βασιλέας Όθων) έπαιρνεν αποφάσεις, τίποτε δεν μπορούσε να τον βγάλει απ' αυτές, από αρνήσεις δεν έπαιρνε (Papantoniou) |
    • δεν μπορούσε να υποφέρει τους αναποφάσιστους, τους στοχαστικούς (Tsirkas) |
    • οι πολύ λογικοί εκτελεστές στην πολιτική είναι και οι πολύ αναποφάσιστοι (Tsatsos) |
    • η αποχή των αναποφάσιστων αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους θρασείς και τους ενθαρρύνει να κακουργούν (Papanoutsos) |
    • οι πιο μορφωμένοι .. μπολιάστηκαν πρώτοι, παρασέρνοντας και τους αναποφάσιστους (Koumantareas)

[substantiv. m of αναποφάσιστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναποφάσιστος2, -η, -ο [anapofásistos] (L)
  • ① vacillating, undecided, irresolute, indecisive, hesitant (syn αμφιταλαντευόμενος, διστακτικός,:
    • είναι ~ he vacillates, is irresolute |
    • είναι, μένει, στέκεται, φαίνεται ~ (αναποφάσιστη) |
    • μένει ~ για τις ικανότητές του |
    • στέκεται ~ μπροστά στο μέλλον |
    • κοιταχτήκαμε αναποφάσιστοι |
    • ταλαντεύτηκε λίγο αναποφάσιστη |
    • βαδίζει με αναποφάσιστο βήμα |
    • ένα ζαρκάδι πέρασε μ' αναποφάσιστα διασκελίσματα (TAthanasiadis) |
    • έφευγα μελαγχολικός κι ~ (Tsirkas) |
    • το γκαρσόνι μάς κοίταζε αναποφάσιστο |
    • αυτός ο τόσο ψύχραιμος, θαρραλέος κι αποφασιστικός άξαφνα γίνηκε ~, δειλός, νευρικός (Petsalis) |
    • αναποφάσιστη, δειλή πασκίζει να το ρίξει στις αναβολές (id.) |
    • η Γαλλία στάθηκε αναποφάσιστη ως τώρα στα ζητήματα της Eλλάδος (id.) |
    • οι ζωτικές συγκοινωνίες ασφυχτιούσαν από αναποφάσιστους και φορτικούς ανθρώπους (Tsirkas) |
    • τα μάτια μου περιφέρονταν σαν αναποφάσιστα, σα να μην ήξεραν να διαλέξουν το σημείο που θα τους άρεσε περισσότερο να σταθούν (Ouranis) |
    • η εκπαίδευση κάνει (επί Kαποδίστρια) τα πρώτα της αναποφάσιστα βήματα (Argyriou) |
    • η αφήγηση προχωρεί με αργά και αναποφάσιστα βήματα (Sachinis) |
    • poem και καθώς κ' ύστερ' απ' τα λόγια του, όμοια | βουβή κι αναποφάσιστη στεκόμουν, | ξάμωσε απάνω μου άθεος το χέρι (Palam)
  • ② pass undecided upon (ant αποφασισμένος):
    • έχουμε το γάμο αναποφάσιστο (Dimitrakos) |
    • χαρακτηριστικό του είναι και κάποιο δείλιασμα, κάποιο ταλάντεμ' αγνάντια σε ζητήματα και σε προβλήματα, κάτι αναποφάσιστο, κάτι που τον κάνει να λέει και να ξελέει (Palam) |
    • πήγε στους γιατρούς να ιδεί πού θα κατασταλάξει το αναποφάσιστο φύλο της, άντρας ή γυναίκα (Charis)

[fr kath αναποφάσιστος (Koumanoudis), cpd of αν- and *αποφασιστός bes MG αποφάσιστος (Anna Comn.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες