Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπομπή η [anapombí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπέμπω. || (νομ.) άρνηση επικύρωσης ενός διατάγματος, μιας απόφασης κτλ. από την αρμόδια αρχή και επιστροφή τους για αναθεώρηση: ~ νόμου στη βουλή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀναπομπή `αποστολή προς τα πάνω΄ σημδ. γαλλ. renvoi]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπομπή [anapombí] η, (L)
- ① the emission and sending upward:
- ~ αναθυμιάσεων of effluvia, fumes and stench
- ② circulating upward:
- poem μαζί με όλη την ευωδιά της τα μεσάνυχτα | η θέρμη τόσο χλιαρά χουχουλιστή που μου φέρνει | είναι η ~ ενός θρόμβου στα σκοτεινά | αίματος που 'χει πήξει .. (Papatsonis)
- ③ govt veto:
- ~ νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
- ④ relig sending up (toward heaven):
- ~ ύμνου, προσευχής, ευχαριστιών (προς τον Θεόν)
[fr K & LK (pap, 2nd & 3rd c. AD), PatrG (3rd c.) ἀναπομπή, der of ἀναπέμπω]
- ① the emission and sending upward: