Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπολώ [anapoló] Ρ10.9α : (για κτ. ευχάριστο) ξαναφέρνω στη μνήμη μου με νοσταλγία: Aναπολεί τα παιδικά του χρόνια / τις παλιές καλές μέρες. Aναπολούσε τα συμβάντα της περασμένης νύχτας.
[λόγ. < αρχ. ἀναπολῶ `θυμάμαι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναπολώ.
-
- Φέρνω στο μυαλό μου, θυμούμαι:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 2138).
[αρχ. αναπολέω. H λ. και σήμ.]
- Φέρνω στο μυαλό μου, θυμούμαι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπολώ [anapoló] αναπολείς, aor αναπόλησα (subj αναπολήσω) (L)
- recall to mind, recollect, meditate on (syn επαναφέρω στη μνήμη, L αναλογίζομαι):
- πολύ του αρέσει ν' αναπολεί |
- ~ κάτι με νοσταλγία (or νοσταλγικά) |
- ~ και γράφω |
- συλλογιέται κι αναπολεί |
- η μνήμη αναπολεί |
- ~ μια ανάμνηση bring up, evoke a memory |
- ~ τη μορφή του, την εικόνα του, το ταξίδι, αυτό το περιστατικό, τις χώρες που γνώρισα, τα συμβάντα κλ, τα όνειρά μου, την ημέρα αυτή σαν όνειρο, στιγμές που έζησα, με συγκίνηση αυτές τις ώρες, τις συνομιλίες μας |
- αναπολούμε εκείνη την εποχή |
- αναπόλησε τα νεανικά (εφηβικά) του χρόνια |
- αναπολεί νοσταλγικά τα κοριτσίστικά της χρόνια (Thrylos) |
- ~ τις εμπειρίες της ζωής |
- αναπολούμε για καιρό την επίσκεψη στην πατρίδα |
- αναπολούμε το παλαιό με νοσταλγία |
- αναπολεί τα παλιά, τα περασμένα, το παρελθόν (του) |
- αναπολούσαν τα περασμένα μεγαλεία, τα ευτυχισμένα χρόνια της ξεγνοιασιάς |
- αναπολούσε την παλιά και την καινούργια δόξα |
- αναπολούμε τις ένδοξες μέρες με συγκίνηση |
- μερικοί αναπολώντας τα παλιά κλέη ψάχνουν να βρούνε τι απόμεινε (Palaiologos) |
- αναπολούσαμε την ομορφιά σα μια χαμένη ανάμνηση |
- ~ την πρώτη επαφή μου με το ζωντανό θέατρο (Melas) |
- αναπολήστε την προγονική σοφία και επιτρέψετε να υπάρχει κάπου κ' ένας βωμός για τον Άγνωστο Θεό (Theotokas) |
- με τρυφερότητα αναπολούμε κάθε χρόνο .. το μαρτύριο του Iησού (Papanoutsos) |
- οι περισσότεροι καταναλίσκομε το παρόν είτε κυνηγώντας μελλούμενα είτε και αναπολώντας περασμένα (Tsatsos) |
- o βιοπαλαιστής δεν έχει οικογενειακές χαρές ν' αναπολήσει (Vrettakos) |
- poem αχ, να 'τανε τη μνήμη ναν τη χάναμε, | τίποτε πια να μην αναπολούμε (Skipis)
[fr MG αναπολώ ← K, PatrG ἀναπολῶ (-έω)]
- recall to mind, recollect, meditate on (syn επαναφέρω στη μνήμη, L αναλογίζομαι):