Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναποδογυρισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναποδογυρισμένος, -η, -ο [anapo∂oyirizménos]
  • ① turned over, overturned, upset, capsized (syn L ανεστραμμένος):
    • αντικείμενα αναποδογυρισμένα |
    • ένα αναποδογυρισμένο καφάσι |
    • αναποδογυρισμένη κάσα, αναποδογυρισμένο φέρετρο |
    • αναποδογυρισμένη βενζινάκατος |
    • ένα σωρό βάρκες αναποδογυρισμένες |
    • τα αναποδογυρισμένα εδώλια |
    • έπιπλα αναποδογυρισμένα |
    • αναποδογυρισμένα θρανία |
    • αναποδογυρισμένη καρέκλα |
    • αναποδογυρισμένη πιρόγα |
    • με το κεφάλι αναποδογυρισμένο πίσω bent back |
    • αναποδογυρισμένη κάδη |
    • ομπρέλα αναποδογυρισμένη turned inside out |
    • πανέρια αναποδογυρισμένα |
    • δυo αναποδογυρισμένα σκαμνία |
    • το αναποδογυρισμένο σώμα του Pωμαίου φρουρού (Papantoniou) |
    • τα ίδια πλατιά, αναποδογυρισμένα χείλη the thick, inverted lips (Kazantz) |
    • μια μικρή χελώνα περιμένει αναποδογυρισμένη το θάνατο στη σπηλιά των αγριογουρουνιών (Venezis) |
    • μια έκτυπη γιρλάντα σαν αναποδογυρισμένη τοξοστοιχία (MChatzidakis)
  • ② fig reversed, much changed:
    • αν τυχόν σκοντάψουν, είναι φόβος να βρεθούν με αναποδογυρισμένη την τύχη τους για την πιο πέρα ζωή (Kakridis) |
    • ο Mαρξ διετήρησε κάπως τη διαλεκτική του Eγέλου, έστω και αναποδογυρισμένη ως προς τη φιλοσοφική της βάση (Theodorakop) |
    • υπάρχει κάτι μέσα στο σοσιαλισμό που θυμίζει αντίστροφο, αναποδογυρισμένο χριστιανισμό (id.) |
    • σήμανε η ώρα να αναδυθεί η τάξη και το μέτρο, η ηρακλείτεια παλίντονος αρμονία και απάνω από τα ερείπια των αναποδογυρισμένων αξιών να οικοδομηθεί ο νέος ναός (Tsatsos)

[ppp of αναποδογυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες