Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδογυρίζω [anapoδojirízo] -ομαι Ρ2.1 & αναποδογυρνώ [anapoδo jirnó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.μετακινώ κτ. συνήθ. βίαια, έτσι ώστε το πάνω μέρος του να βρεθεί προς τα κάτω ή προς τα πλάγια· ανατρέπω: ~ το ποτήρι / τραπέζι / μπουκάλι. Πετάχτηκε όρθιος αναποδογυρίζοντας την καρέκλα του. 2. μετακινούμαι βίαια, ανατρέπομαι: Aναποδογύρισε η κατσαρόλα και χύθηκε το φαΐ. || συνήθ. για τροχοφόρο ή πλωτό που ανατρέπεται, τουμπάρει: Aναποδογύρισε το κάρο / η βάρκα / το καΐκι. 3α. μετατοπίζω τα αντικείμενα που υπάρχουν σε ένα χώρο και προκαλώ έτσι πολύ μεγάλη αναστάτωση: Ο κλέφτης αναποδογύρισε τα πάντα στο σπίτι αλλά δε βρήκε τα χρυσαφικά. β. (μτφ.) αλλάζω εντελώς κτ. ή το αντικαθιστώ με κτ. άλλο τελείως διαφορετικό: Aναποδογύρισαν οι συνήθειες / τα πατροπαράδοτα έθιμα / τα ιδανικά. H επανάσταση αναποδογύρισε τις παλιές οικονομικές και κοινωνικές δομές.
[ανάποδ(α) -ο- + γυρίζω· μεταπλ. κατά το γυρίζω > γυρνώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδογυρίζω [anapo∂oyirízo] aor αναποδογύρισα, mediop αναποδογυρίζομαι, ppp αναποδογυρισμένος
- ① turn upside down, overturn (syn αναποδογέρνω, L αναστρέφω):
- ~ τη βάρκα, τη σκάφη, τα πιάτα, τα ποτήρια, τις καρέκλες, τις κάλπες, το τραπέζι, το μνημείο |
- αναποδογυρίστηκε η βάρκα |
- αναποδογύρισαν τα πάντα |
- ο αέρας μάς αναποδογύρισε |
- αναποδογυρίζουν τα περίπτερα |
- πολλά αυτοκίνητα αναποδογυρίστηκαν |
- τους αναποδογύρισαν με τη λόγχη |
- ένα κύμα φοβερό μας αναποδογύρισε σαν παιγνιδάκια (Petsalis) |
- ένας δυνατός κυματισμός του πλήθους αναποδογύρισε το ρήτορα και το βάθρο του (Theotokas)
- ⓐ intr be overturned, tilt over, capsize (of vessels in water) (syn ανατρέπομαι):
- αναποδογύρισε το βαρέλι, το τσουκάλι, το αμάξι, το καΐκι, η φελούκα, η βάρκα |
- αναποδογύρισε το πλοίο the ship keeled over |
- οι βολβοί των ματιών του αναποδογύρισαν (Roufos)
- ② fig overturn, remove, abolish, eliminate, upset (syn ανατρέπω,:
- όλες οι αξίες αναποδογυρίζονται (Palam) |
- ο πόλεμος τ' αναποδογύρισε όλα |
- ο Iταλός σκηνοθέτης αναποδογύρισε την παράδοση |
- αναποδογυρίστηκε η παλιά τάξη του κόσμου |
- ένας νέος νους αναποδογυρίζει τα παραδεδεγμένα |
- ο ενθουσιασμός των νιάτων αναποδογύρισε γρήγορα όλα τα εμπόδια (Melas) |
- αναποδογυρίζει κυβερνήσεις (id.) |
- αναποδογύρισαν τους κοινωνικούς νόμους, θεσμούς, συνήθειες |
- ο Mαρξ αναποδογυρίζει την θεωρία του Eγέλου (Theodorakop) |
- ο κομμουνισμός και η οργανωμένη οικονομία αναποδογύρισαν τον οικονομικό λιμπεραλισμό (Athanasiadis-N) |
- αναποδογυρίζονταν σιγά σιγά όλα, τίποτε δεν έμεινε στη θέση του (IDragoumis)
- ③ act. & pass change (syn αλλάζω, μεταβάλλω):
- ήταν ηφαίστειο που έσκασε κι αναποδογύρισε έναν κόσμο (Myriv) |
- τα γεγονότα αναποδογύρισαν όλα τα σχέδιά του (Theotokas) |
- αργότερα αναποδογύρισε πάλι τη γνώμη του |
- αναποδογυρίστηκαν οι ιδέες μου (Xenop) |
- η επανάσταση αναποδογύρισε την τάξη των πραγμάτων που επικρατούσε (Evelpidis) |
- η ανακάλυψη του Kοπέρνικου αναποδογύρισε την αντίληψη και τη σκέψη του κόσμου (id.) |
- oι δυνατές προσωπικότητες αναποδογυρίζουν τον κόσμο (id.) |
- κατάργηση της (κοινωνικής) ιεραρχίας επέτυχε η επανάσταση των νέων αναποδογυρίζοντας την υπάρχουσα κατάσταση (id.)
- ⓑ intr change (syn μεταβάλλομαι):
- η κατάσταση αναποδογύρισε |
- τα πράγματα αναποδογυρίζουν (αναποδογύρισαν) |
- οι συνήθειες των Eλλήνων αναποδογύρισαν |
- η ειρωνεία (του Kαβάφη) είναι η στιγμή που το δράμα αναποδογυρίζει σε κωμωδία (Spandonidis)
[cpd of phr MG ανάποδα γυρίζω]
- ① turn upside down, overturn (syn αναποδογέρνω, L αναστρέφω):