Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδιά η [anapoδjá] Ο24 : 1.δυσάρεστο και αναπάντεχο γεγονός: Tου ήρθαν / έτυχαν αναποδιές. Οι αναποδιές δεν τον αφήνουν να προκόψει. α. σοβαρό εμπόδιο: Mου έτυχε μια ~ και δεν μπόρεσα να έλθω. β. κακός οιωνός, κακό σημάδι: Tο έχει για ~ να δει μαύρη γάτα πρωί πρωί. 2. (συνήθ. πληθ.) η συμπεριφορά και ιδίως οι πράξεις του ανθρώπου που οφείλονται στον κακό του χαρακτήρα: Aνέχομαι / υπομένω τις αναποδιές κάποιου. Όλο αναποδιές και γκρίνια είναι. || (επέκτ.) για πράξη ασύνετη ή γενικά κακή: Mε τις αναποδιές που κάνει θα χάσει τη δουλειά του. Tο παιδί κάνει αναποδιές, αταξίες.
[ανάποδ(ος) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδιά [anapo∂já] η,
- ① contrariness, adversity, unfavorable circumstance, unfortunate occurrence, setback, mishap, bad luck (syn αντιξοότητα L, εναντιότητα L, ατυχία, κακοτυχία):
- η ζωή έχει αναποδιές |
- του 'τυχε ~ |
- με βρήκαν αναποδιές |
- δεν τον άφησαν οι αναποδιές να προκόψει |
- της τυχαίνει ~ σ' ό,τι κι αν καταπιαστεί |
- δε μας άφησαν οι απανωτές αναποδιές να χαρούμε |
- από τις πολλές αναποδιές κατάντησε φτωχός |
- με τις αναποδιές του πολέμου ο X. έγινε πολύ αυταρχικός |
- ήταν γενναίος και στις χειρότερες αναποδιές |
- είχε καρδιά βουνό για να βαστάει του κόσμου τις αναποδιές (Vlachogiannis) |
- μια χαρούμενη μέρα δίνει κουράγιο για χίλιες αναποδιές (TAthanasiadis)
- ⓐ obstacle, obstruction (syn δυσκολία, εμπόδιο, κώλυμα L, πρόσκομμα L):
- κάποια ~ του 'τυχε και δεν ήρθε |
- συνάντησε πολλές αναποδιές |
- μια από τις αναποδιές στο γραφείο είναι ότι δεν επιτρέπονται τα ιδιωτικά τηλεφωνήματα |
- η ~ ήταν ότι ήταν αδύνατο να βρω θέση σε τραίνο ή σε λεωφορείο |
- οι δουλειές του δεν πηγαίνανε και τόσο άσκημα μ' όλες τις δυσκολίες και τις αναποδιές της χρονιάς (Petsalis)
- ⓑ ill omen (syn γρουσουζιά, κακός οιωνός L, κακό συναπάντημα):
- ~ της τύχης |
- το 'χω ~ να δω τον δείνα πρωί πρωί
- ② queer manners, odd behavior, improper or untoward behavior (near-syn δυστροπία, παραξενιά, στριμμάδα):
- όλο ~ και γκρίνια είναι |
- από την ~ του μαραζώνει η οικογένεια ολόκληρη |
- έχει τις αναποδιές του
[fr LMG αναποδιά (Portius, 1635; Du Cange; Somavera, 1709) ← LMG αναποδία (Geras. Vlachos, 1659), der of LMG ανάποδος (Portius) on the pattern ατυχία (άτυχος), δυσκολία (δύσκολος) etc]
- ① contrariness, adversity, unfavorable circumstance, unfortunate occurrence, setback, mishap, bad luck (syn αντιξοότητα L, εναντιότητα L, ατυχία, κακοτυχία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδιάζω [anapoδjázo] Ρ2.1α μππ. αναποδιασμένος : (οικ.) είμαι ή γίνομαι άνθρωπος ανάποδος, με κακό χαρακτήρα, κακή διάθεση ή συμπεριφορά: Όσο γερνάει / πάει τόσο αναποδιάζει. Aναπόδιασε στα καλά καθούμενα. Aναποδιασμένος άνθρωπος, με κακή διάθεση ή συμπεριφορά. Προσοχή, γιατί πολύ αναποδιασμένο το βλέπω σήμερα το αφεντικό. Aναποδιάζει κτ., δεν πάει καλά, δε γίνεται όπως πρέπει.
[ανάποδ(ος) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδιάζω [anapo∂jázo] mi αναποδιάζομαι region.
- ① bring obstacles, impede:
- μας αναποδιάζει |
- μας αναπόδιασες τη δουλειά (Dimitrakos)
- ② act. & mi become ill-natured, display bad manners (syn γίνομαι δύστροπος, φέρομαι σκαιώς):
- όσο πάει κι αναποδιάζει |
- μην αναποδιάζεις έτσι
- ③ grow thin and weakly, sickly (syn γίνομαι καχεκτικός):
- αναπόδιασε από την αρρώστια, την ελονοσία |
- κάτι έχει το ζο κι αναποδιάζει
[fr LMG αναποδιάζω (Somavera), der of LMG αναποδία]
- ① bring obstacles, impede:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδιάρης ο [anapoδjáris] Ο11 θηλ. αναποδιάρα [anapoδjára] Ο25α : (οικ.) άνθρωπος ανάποδος, με κακό χαρακτήρα ή κακή συμπεριφορά.
[αναποδ(ιά) -ιάρης· αναποδιάρ(ης) -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδιάρης, -α, -ικο [anapo∂járis] region. & lit
- ill-mannered, ill-tempered (syn ανάποδος, δύστροπος, κακότροπος):
- poem μα ο ~ ο χαλκιάς τηράει με οργή τον καπετάνιο (Kazantz Od 6.485)
[der of αναποδιά or better of ανάποδος w. suff -ιάρης]
- ill-mannered, ill-tempered (syn ανάποδος, δύστροπος, κακότροπος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπόδιασμα το [anapóδjazma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του αναποδιάζω.
[αναποδιασ- (αναποδιάζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπόδιασμα [anapó∂jazma] το,
- ① ill omen (syn in αναποδιά 1c):
- ο βλάστημος ήθελε να πετάξει το χελιδονόψαρο στη θάλασσα πως αυτό ήτανε το ~που σίγουρα θα τους έπνιγε (Vlami)
- ② bad or odd behavior (syn in αναποδιά 2)
[der of αναποδιάζω]
- ① ill omen (syn in αναποδιά 1c):
[Λεξικό Κριαρά]
- αναποδιασμένος, μτχ. επίθ.
-
- (Προκ. για το πρόσωπο) που παρουσιάζεται με ιδιότροπη εμφάνιση:
- (Mπερτόλδος 29).
[μτχ. παρκ. του αναποδιάζω (Somav., ΙΛ). H λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Προκ. για το πρόσωπο) που παρουσιάζεται με ιδιότροπη εμφάνιση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδιασμένος, -η, -ο [anapo∂jazménos]
- ① causing mishaps, unfavorable (syn L αντίξοος):
- ~ μήνας, χρόνος (Dimitrakos) |
- η κατσικούλα της η κόρμπα ήξερε όλα τα μυστικά της, αυτή έζησε κοντά της πιο πολύ απ' τον καθέναν εκείνες τις αναποδιασμένες μέρες (PSamaras)
- ⓐ emaciated, cachectic:
- ~ από την κακοπέραση, αναποδιασμένα ζωντανά, αναποδιασμένα σπαρτά
- ② ill-mannered, ill-tempered (syn in ανάποδος):
- ~ άνθρωπος |
- τι αναποδιασμένο πλάσμα που 'ναι! |
- αναποδιασμένη εσηκώθης πάλι |
- πολύ ~ είσαι σήμερα |
- τι ειρήνη ήταν αυτή; απρόθυμη, κακόγνωμη, αναποδιασμένη, στραβοδίβουλη (Theotokas)
[ppp of αναποδιάζω]
- ① causing mishaps, unfavorable (syn L αντίξοος):