Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπνιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αναπνιά η· ανεπνιά.
  • 1) Aναπνοή, ανάσα:
    • Aσπρίσανε τα χείλη της κι η αναπνιά τση εχάθη (Eρωτόκρ. E´ 559
    • φρ. δίδω αναπνιά = (προκ. για πνευστό όργανο) φυσώ:
      • (Eρωτόκρ. Δ´ 1005).
  • 2) (Mεταφ.)
    • α) αναπνοή, ζωή, υπόσταση:
      • (Φορτουν. Γ´ 596
    • β) ανακούφιση:
      • οι πρικιαμένοι … λίγη αναπνιάν επήρασι (Πιστ. βοσκ. IV 3, 209).

[<αναπνέω ή <ουσ. αναπνοά. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Bλάχ. (οιά) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάπνια [anápnja] η, (sp. also ανάπνοια)
:
  • σκιά κοκκαλιάρα, φάντασμα στοιχειωμένο, μένει ως τα σήμερα εκεί μέσα η ~ του (Papatsonis) |
  • poem κι απάνω τους σκυμμένη η παρθενιά σου |..|..| τους κέντριζε | ώσμε τη στερνήν ~ | στην ανηφοριά (Sikel)
  • ① smell (syn οσμή):
    • η ~ τους (sc των λεπτών ψηλών κορμών) να δίνει ζωή κι αγάπη του πλαϊνού (Papatsonis) |
    • ουδ' ~ ουδ' ανασασμός δεν ξέφευγε από τη νύχτα (id.) |
    • αυτή την ώρα αρχίζουνε τα βότανα την ~ τους· οι μυρουδιές είναι η ~ τους (ThKornaros) |
    • poem .. ανασαίνοντας την ογρασιά, τη μούχλα | και τη δριμιάν ~ απ' τα θεριά που μες στον όμπρο αχνίζαν (Kazantz Od 13.864)

[fr AG ἀνάπνοια 'respiration, breathing']

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπνιά [anapnjá] η, (& Cycl & Gryparis, Malakasis ανεπνιά) region & lit
  • ① respiration, breathing; breath:
    • ανθρώπινη ~ |
    • παίρνω ~ |
    • επήρε τρεις αναπνιές |
    • πήραν βαθιά ~ |
    • κρατάει την ~ του holds his breath |
    • η ~ του πιάστηκε (Prevelakis) |
    • poem νοιώσαν να χύνεται απ' τ' αρθούνια του δριμιά ~ σα θειάφι (Kazantz Od 1.1299) |
    • κι οσμίζουμαι βαθιά τον ίδρο τους και τη γλυκιά ~ τους (ib 6.93) |
    • .. κ' η ψυχή μου | να το θαμάσει εστάθηκε την ~ κρατώντας (Sikel) |
    • όμοια μου εστάθη η ~ τρεμάμενη στα στήθη (id.) |
    • όταν η γης η ολόθερμη την ανεπνιά της βρίσκει, μέσα στη νύχτα κλ (Gryparis) |
    • .. μα ούτε άχνη | ουδ' ανεπνιά γροικάω το μεσανύχτι (id.) |
    • και τη νύχτα μέσα στην ψυχή μου | νοιώθω την αιθέρια ~ σου (Malakasis) |
    • τίποτα δε σαλεύεται στην ανεπνιά της πλάσης (id.) |
    • ω Θεσσαλία, σε σκέπω με το πνεύμα μου | και σε χαϊδεύω με την ~ μου (Skipis)
  • ② smell, scent:
    • poem φύγαμε πια τις αναπνιές της βρώμας (Donkichotis; Kazantz Ispania 137) [fr MG αναπνιά ← MG αναπνέα (form surviving in dial αναπνέα [Kythera] & αναπνέ

[Ikaria, WCrete]), der of αναπνέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες