Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπνευστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπνευστικός -ή -ό [anapnefstikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναπνοή: ~ σωλήνας. Aναπνευστικοί μύες. Aναπνευστικό σύστημα. Aναπνευστικά όργανα. Aναπνευστικές ανωμαλίες / παθήσεις. Aναπνευστική ανεπάρκεια. Aναπνευστική συσκευή, που διευκολύνει την αναπνοή.

[λόγ. < αρχ. ἀναπνευστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπνευστικός, -ή, -ό [anapnefstikós] (L) biol, med
  • respiratory:
    • αναπνευστικό σύστημα respiratory system |
    • αναπνευστική λειτουργία, αναπνευστική κίνηση, αναπνευστική ικανότητα, αναπνευστική ανεπάρκεια |
    • αναπνευστικά όργανα respiratory organs |
    • ~ δείκτης respiratory index |
    • ~ συντελεστής respiratory quotient |
    • ~ σωλήνας respiratory tube |
    • ~ ασκός respiratory breathing bag |
    • αναπνευστικό μηχάνημα artificial lung |
    • αναπνευστική συσκευή
  • ⓐ breathing apparatus
  • ⓑ breathing mask (syn αναπνευστική προσωπίδα)
  • ⓒ respirator:
    • αναπνευστική γυμναστική, αναπνευστικές ασκήσεις breathing exercises |
    • αναπνευστικό ένζυμο biol respiratory enzyme |
    • αναπνευστικό κέντρο (νοσοκομείου)

[fr kath αναπνευστικός ← K, AG ἀναπνευστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες