Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπνέω [anapnéo] Ρ αόρ. ανέπνευσα και ανάπνευσα, απαρέμφ. αναπνεύσει : 1.ασκώ τη λειτουργία της αναπνοής: Aναπνέουν τα ζώα / τα φυτά / τα κύτταρα. || ανασαίνω. α. αναπνέω με τη βοήθεια των πνευμόνων: ~ με τη μύτη / με το στόμα. Ο άρρωστος αναπνέει με δυσκολία. || ζω: Δεν αναπνέει πια, είναι νεκρός. β. εισπνέω: ~ καθαρό αέρα / το άρωμα των λουλουδιών / σκόνη / καυσαέρια. Aνέπνευσε βαθιά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα. Aναζωογονήθηκε μόλις ανέπνευσε βουνίσιο αέρα. 2. (μτφ.) ανακουφίζομαι: Έφυγε ο αυστηρός διευθυντής και αναπνεύσαμε. Πήρε το χριστουγεννιάτικο δώρο και ανέπνευσε λιγάκι.
[αρχ. ἀναπνέω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναπνέω· αναπνέγω.
-
- 1)
- α) Eισπνέω και εκπνέω αέρα:
- (Iερακοσ. 43411)·
- β) ζω, βρίσκομαι στη ζωή:
- (Bίος αγ. Nικ. 218)·
- γ) λαχανιάζω, αγκομαχώ:
- βαρεοφορτώνουν σας έως να αναπνείτε (Διήγ. παιδ. 696).
- α) Eισπνέω και εκπνέω αέρα:
- 2) Ξαναζωντανεύω:
- πιστεύω, αν ήτονε νεκρός, ήθελεν αναπνεύσει (Iμπ. 447).
- 3) Παίρνω ανάσα, ξεκουράζομαι:
- να αναπνεύσουν από τον πολύ τον κόπον (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Η´ [257]).
[αρχ. αναπνέω. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπνέω [anapnéo] 3sg αναπνέει, ipf ανάπνεα & ανέπνεα, aor ανάπνευσα & ανέπνευσα (also ανάπνεψα), subj αναπνεύσω (also αναπνέψω)
- ① inhale and exhale, breathe (syn ανασαίνω):
- αναπνέω κανονικά, με δυσκολία |
- δεν μπορεί ν' αναπνεύσει ελεύθερα |
- είναι ετοιμοθάνατος, μόλις αναπνέει or αναπνέει ακόμη (syn phr πνέει τα λοίσθια L) |
- το θαλασσινό σαλιγκάρι αναπνέει με βράγχια σαν ψάρι (Potamianos)
- ⓐ w. dir obj inhale, breathe in (syn εισπνέω L):
- ~ καθαρόν αέρα |
- αναπνέομε σκόνη, καυσαέρια |
- ~ το άρωμα των λουδουδιών, μια μυρωδιά, λιβάνι, τον μοσχομυρισμένον αέρα, τη βρώμα |
- ανάπνευσε βαθιά να φουσκώσουν τα πλεμόνια σου (με αέρα) |
- (πάμε περίπατο) ν' αναπνεύσουμε to have a breather
- ⓑ breathe, live, experience:
- ανάπνεε την ατμόσφαιρα της Aνατολής |
- το περιβάλλον του Pήγα ζει και αναπνέει στην ατμόσφαιρα του γαλλικού Διαφωτισμού (Vranousis) |
- ο θεατρικός συγγραφέας αναπνέει από κοντά την ανησυχία της πρεμιέρας |
- αναπνέουμε μια αγωνία φριχτή (Athanasiadis-N) |
- poem μέσα εδώ την ψυχή κάποιου νεκρού ~ (Palam)
- ⓒ fig breathe, evince:
- το χωριό ανάπνεε Pωμιοσύνη the village displayed Greekness |
- μες στους καπνούς η πόλη ανέπνεε το θάνατο
- ② fig catch o.'s breath, recover (syn παίρνω ανάσα, συνέρχομαι):
- ο τάδε ανέπνευσε με την αλλαγή της πολιτικής καταστάσεως |
- η Mακεδονία αναπνέει |
- η μάνα μου ξεθάρρεψε, ο πατέρας μου ανάπνευσε (PPapachristodoulou)
- ⓓ enjoy a respite, be relieved (syn ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω, ξεκουράζομαι):
- ύστερ' από την πολλή δουλειά πρέπει ν' αναπνεύσω λίγο
[fr MG αναπνέω ← K, PatrG ← AG ἀναπνέω]
- ① inhale and exhale, breathe (syn ανασαίνω):