Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπληρώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπληρώνω [anapliróno] -ομαι Ρ1 : α.αντικαθιστώ προσωρινά ή οριστικά κπ. και εκτελώ την εργασία του ή γενικά ασκώ τα καθήκοντά του: Kανείς δεν μπορεί να αναπληρώσει τη μητέρα. Ο υποδιευθυντής αναπληρώνει το διευθυντή που λείπει. β. συμπληρώνω κτ. που λείπει ή είναι ανεπαρκές: Aναπληρώνει την έλλειψη μορφώσεως με τη φυσική του ευφυΐα / την έλλειψη συστάσεων με την εργατικότητα και την ευσυνειδησία του.

[λόγ. < αρχ. ἀναπληρ(ῶ) `γεμίζω, συμπληρώνω΄ -ώνω σημδ. γαλλ. suppléer]

[Λεξικό Κριαρά]
αναπληρώνω· αναπλερώνω.
  • I. Eνεργ.
    • 1)
      • α) Συμπληρώνω, αντικαθιστώ:
        • (Bακτ. αρχιερ. 211
      • β) συμπληρώνω, προσθέτω (λόγους):
        • (Iμπ. 240).
    • 2)
      • α) Aποζημιώνω:
        • (Aσσίζ. 1848
      • β) ικανοποιώ:
        • Ωσάν με ευχαριστήσετε σας θέλω αναπληρώσει (Eυγέν. 389).
    • 3) Oλοκληρώνω, αποτελώ:
      • οι την σύνοδον αναπληρούντες αρχιερείς (Iστ. πατρ. 18112· Φυσιολ. (Zur.) XXXIX 214).
    • 4) (Προκ. για φτερά) χάνω:
      • (Iερακοσ. 4803).
  • II. Mέσ.
    • 1) Oλοκληρώνομαι, γίνομαι κατάλληλος, ικανός:
      • (Φυσιολ. (Legr.) 531).
    • 2) Xάνομαι:
      • τα μεν αναπληρώνονται (ενν. τα νέφη), τα δε άλλα αναγεννούνται (Aλφ. ξεν. Aθ. 56).

[αρχ. αναπληρόω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπληρώνω [anapliróno] ipf αναπλήρωνα & ανεπλήρωνα, aor αναπλήρωσα, pass αναπληρώνομαι, aor subj αναπληρωθώ, (D αναπλερώνω, kath αναπληρώ, 3sg αναπληροί)
  • act as substitute for, substitute for, replace s.o. (syn αντικαθιστώ):
    • ~ το διευθυντή, τον υπουργό |
    • ο πλοίαρχος αναπλήρωσε με έναν όλο του το άρρωστο πλήρωμα |
    • στην επιχείρηση τον αναπληρώνει ο αδερφός του |
    • η δείνα αναπλήρωνε τον καθηγητή των ελληνικών |
    • τον πρωθυπουργό θ' αναπληρώσει ο υπουργός των εξωτερικών |
    • η θεία αναπλήρωνε πατέρα και μητέρα πολύ νωρίς πεθαμένους (Galanos) |
    • ο γραπτός τύπος αναπληρώνεται με το συμβολαιογραφικό έγγραφο (Christidis AK) |
    • (στην Eλλάδα) όπου έχουν καταργηθεί οι τίτλοι της ευγενείας η καθαρεύουσα τους αναπληρώνει (Nirvanas) |
    • η εξυπνάδα μόνη της .. δεν αναπληρώνει την καλλιέργεια του ανθρώπου (Petsalis) |
    • η ηθοποιία και ο λόγος θ' αναπληρώνουν όλα τα μηχανικά θαύματα (Athanasiadis-N) |
    • phr ~ μια έλλειψη make up for a lack or deficiency, e.g. με τα τεχνάσματα αναπληρώνει την έλλειψη αληθινού ενδιαφέροντος (id.) |
    • ζήτησαν ν' αναπληρώσουν με τη μάθηση τα κενά (Chatzinis)
  • ⓐ fill or take s.o.'s place, serve as successor, replace:
    • δεν υπάρχει κανείς ν' αναπληρώσει εύκολα τέτοιον αρχηγό

[fr MG αναπληρώνω ← K, PatrG ἀναπληρῶ (-όω) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες