Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπληρωτής ο [anaplirotís] Ο7 θηλ. αναπληρώτρια [anaplirótria] Ο27 : 1.αυτός που αναπληρώνει κπ. στην εργασία του ή γενικά στα καθήκοντά του: Aν λείπει ο διευθυντής, ζητήστε τον αναπληρωτή του. || (ως επίθ., ως ονομασία, ιδίως αξιωματούχων): ~ υπουργός / πρόεδρος / καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. 2. βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας ανάμεσα στον επίκουρο καθηγητή και στον καθηγητή πρώτης βαθμίδας. || (ως επίθ.): ~ καθηγητής.
[λόγ. αναπληρω- (δες αναπληρώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. suppléant· λόγ. αναπληρω(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπληρωτής [anaplirotís] ο, (L)
- locum tenens, surrogate, deputy (syn αντικαταστάτης):
- θέση αναπληρωτή locumtenency |
- ~ πρόξενος deputy consul |
- ~ υπουργός or του υπουργού deputy minister |
- ~ διευθυντής deputy director, e.g ~ διευθυντής της κλινικής |
- αρχηγός ~ του Γενικού Eπιτελείου Nαυτικού |
- ~ αρχηγός του κόμματος (syn υπαρχηγός του κόμματος) |
- ~ κοσμήτωρ της Σχολής |
- ~ του προέδρου του συμβουλίου |
- ~ του κυβερνήτη πολεμικού πλοίου |
- ξεκίνησε ο Bησσαρίων αφήνοντας αναπληρωτή του στη Pώμη .. και πήγε στο συνέδριο (Kanellop) |
- το θέατρο θα δυσκολευθεί πολύ να βρει τον αναπληρωτή του Γ. Παππά (Thrylos)
[fr kath αναπληρωτής, neol (Koumanoudis), der of kath αναπληρώ ← AG ἀναπληρῶ (-όω)]
- locum tenens, surrogate, deputy (syn αντικαταστάτης):