Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπλάσσω [anapláso] (& less freq αναπλάττω) aor ανέπλασα & ανάπλασα, subj αναπλάσω, ppp αναπλασμένος, mediop αναπλάσσομαι, aor subj αναπλαστώ (L)
- ① form anew, reform, regenerate, remodel (syn in αναπλάθω 1):
- ~ το βίο, τον πολιτισμό |
- ο Xριστιανισμός ανέπλασε τη ζωή της ανθρωπότητας |
- εκείνο που διαρκώς αναπλάσσεται, εκείνο ζει (Spandonidis) |
- ως θρησκευόμενος δέχεται την απόλυτη αλήθεια που τον αναπλάσσει με τα δικά της μέτρα (Tatakis)
- ② fig recall to mind (syn in αναπλάθω 2):
- κατά την εντύπωση (κρύο-ζεστό, μαλακό-σκληρό) αναπλάττομε με τη φαντασία αισθήματα θερμοκρασίας και αφής (Papanoutsos) |
- ο Bιργίλιος ανέπλαττε όσα αντέγραφε (Palam)
- ③ reconstruct, re-create (near-syn ξαναπλάθω, αναδημιουργώ, αναπαριστώ):
- είναι δύσκολο να αναπλάσουμε το βίο και καθολικότερα τον πολιτισμό με τα τόσο σποραδικά λείψανα που μας έδωσε η έρευνα (NPlaton) |
- ο σκηνοθέτης έχει αναπλάσει επιδεξιότατα την ατμόσφαιρα και το ύφος του συγγραφέως (Ploritis)
[fr MG αναπλάσσω ← K (pap, 3rd c. BC), PatrG ἀναπλάσσω ← AG ἀναπλάσσω & -ττω]
- ① form anew, reform, regenerate, remodel (syn in αναπλάθω 1):