Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπηρικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπηρικός -ή -ό [anapirikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναπηρία και ιδίως με τον ανάπηρο άνθρωπο: Aναπηρική σύνταξη. Aναπηρικό εισιτήριο. || που είναι κατάλληλος για ανάπηρο: Aναπηρικό καροτσάκι / αυτοκίνητο. Aναπηρική καρέκλα / πολυθρόνα.

[λόγ. ανάπηρ(ος) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπηρικός, -ή, -ό [anapirikós]
  • for or of the disabled (invalid):
    • αναπηρικό σήμα στο πέτο |
    • αναπηρική σύνταξη (syn σύνταξη αναπηρίας) e.g. αναπηρική σύνταξη των θυμάτων της δικτατορίας |
    • αναπηρική πολυθρόνα, αναπηρικό αμάξι (αμαξάκι), αναπηρικό καροτσάκι, αναπηρικό τροχοκάθισμα wheelchair (for the disabled) |
    • ένας άλλος με τα πόδια ολότελα παραλυμένα, καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι (Panagiotop) |
    • τρίκυκλη αναπηρική μοτοσυκλέτα

[der of ανάπηρος w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες