Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπηρία η [anapiría] Ο25 : 1.έλλειψη αρτιμέλειας και γενικότερα σωματική ή πνευματική ανικανότητα: ~ λόγω ατυχήματος / γήρατος. Σωματική / πνευματική ~. Παίρνει σύνταξη λόγω αναπηρίας. || (νομ.): Mερική / ολική ~. Ποσοστό αναπηρίας. 2. (μτφ.) για κακή κατάσταση ή λειτουργία ιδίως σε ανθρώπινα σύνολα, δραστηριότητες κτλ.: H ~ της πολιτικής μας ζωής.
[λόγ. < αρχ. ἀναπηρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπηρία [anapiría] η, (L)
- ① physical disability, infirmity, crippled condition (syn rare σακατιλίκι, ant αρτιμέλεια):
- ανθρώπινες αναπηρίες |
- οι πόλεμοι προκαλούν ~ εκατομμυρίων ανθρώπων |
- πάσχει από σωματική ~ |
- έχω μια ~ |
- έχει συνηθίσει την ~ του |
- η ~ τον έκαμε δυσκίνητο, τον ακινητεί |
- ~του αριστερού χεριού του |
- η ~ είναι ίσως χειρότερη από το θάνατο |
- η ~στερεί το συνάνθρωπό μας από απολαύσεις και χαρές (Thrylos) |
- ένοιωσαν την έλλειψη αναστήματος σαν ~ (Melas) |
- η συγγραφική του εργασία αισθάνθηκε τον αντίκτυπο της αναπηρίας του (Louros) |
- σύνταξη αναπηρίας disability pension
- ⓐ chronic ill-health, invalidism; affliction, infirmity:
- οι αναπηρίες του γήρατος the infirmities of old age
- ② fig deficiency, affliction:
- αισθητήριες αναπηρίες |
- κώφωση και τύφλωση |
- διανοητική ~ mental infirmity |
- ψυχική ~ |
- νοητική ~ |
- ~ του πνεύματος, πνευματική ~ |
- η λειψάδα του βιβλίου εγέννησε και την πνευματική ~ της εποχής |
- η αγλωσσία είναι γενικότερα διανοητική, πνευματική ~ (Papanoutsos) |
- η θεματολογική πενία ή η παραστατική ισχνότητα του ποιητικού λόγου οφείλεται στην ~ του θυμικού, σε έλλειψη ευαισθησίας (id.) |
- όποιος δεν βλέπει τη φύση την αρνείται· να μια ιδεαλιστική φιλοσοφία που δικαιολογεί κάθε ζωγραφική ~ (Papantoniou)
- ⓑ deficiency, defect, failing:
- τρεις ελληνικές γλώσσες (αρχαία, καθαρεύουσα, δημοτική) .. από τις μεγάλες αναπηρίες της παιδείας μας (Palaiologos)
[fr AG ἀναπηρία 'lameness, mutilation']
- ① physical disability, infirmity, crippled condition (syn rare σακατιλίκι, ant αρτιμέλεια):