Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπηδώ [anapiδó] Ρ10.1α : 1α.κινούμαι ορμητικά ιδίως προς τα πάνω: Aναπηδά το νερό του σιντριβανιού / αίμα από την πληγή. β. (για πρόσ.) κάνω απότομη κίνηση του σώματος προς τα πίσω από έκπληξη, φόβο ή άλλο συναίσθημα: Aναπήδησε και τράβηξε το σπαθί του. || ξαφνιάζομαι, σκιρτώ. 2. (μτφ.) δημιουργούμαι ή εμφανίζομαι ξαφνικά: Mέσα του αναπηδούν τα ευγενέστερα συναισθήματα.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀναπηδῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναπηδώ.
-
- 1) Πηδώ προς τα επάνω:
- (Iερακοσ. 44130).
- 2) Σκιρτώ:
- αναπηδά η καρδία της μετά χαράς μεγάλης (Πόλ. Tρωάδ. 423· Θησ. (Foll.) I 132 (έκδ. αναπεδά).)>
- 3) (Προκ. για φήμη) ακούομαι άξαφνα:
- (Δούκ. 11721).
[αρχ. αναπηδάω. H λ. και σήμ.]
- 1) Πηδώ προς τα επάνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπηδώ [anapi∂ó] αναπηδάς, ipf αναπηδούσα & αναπήδα(γ)α, aor αναπήδησα (& αναπήδηξα), pf έχω αναπηδήσει
- ① jump (leap, spring, shoot) up:
- ~ από το κρεβάτι μου jump up from bed |
- αναπηδούσαν στην επιφάνεια των νερών μικροί κέφαλοι |
- αναπήδησε από έκπληξη, χαρά κλ |
- γελούσε με το βαθύ στήθος του που βούιζε κι αναπηδούσε (Terzakis)
- ⓐ bounce:
- το τόπι (η μπάλα) αναπηδά
- ② spring up, shoot up, spurt up (of fluids) (syn αναβλύζω με ορμή, εκτινάσσομαι προς τα πάνω):
- το νερό της θερμοπηγής αναπηδά σε ύψος πέντε μέτρων |
- ζεστό και μαύρο αναπήδησε το αίμα (DOikonomidis)
- ⓑ fig:
- poem να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή, | πηγή ζωής κλ (Sikel) |
- γάργαρο, στίχε, αναπηδάς νερό και δεν κορώνεις (Malakasis)
- ③ come into being, arise, emerge, result (syn γεννιέμαι, προέρχομαι):
- η αλήθεια, η έννοια αναπηδάει από το διάλογο |
- σε κάθε βήμα αναπηδούν ερωτήματα |
- μνήμες αναπηδούν κάθε στιγμή |
- μες από την απόλυτη βεβαιότητα αναπηδά η αμφιβολία και το δίλημμα (Chatzinis) |
- από τους άμορφους όγκους των συντριμμάτων αναπήδησε η σημερινή πόλη (Varelas) |
- ο Kολοκοτρώνης αναπήδησε από τη ζωντάνια μιας ράτσας (Charis) |
- ο νέος τραγικός πολιτισμός αναπήδησε από τη Γερμανία (Kazantz) |
- υπάρχει προσδοκία μια νέα θρησκεία να αναπηδήσει από την επιστημονικά θεμελιωμένη γνώση (Papanoutsos)
[fr MG αναπηδώ ← PatrG, K ἀναπηδῶ ← AG]
- ① jump (leap, spring, shoot) up: