Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπαύω [anapávo] -ομαι Ρ5.1 μππ. (λαϊκότρ., λογοτ.) και αναπαμένος : 1.(συνήθ. παθ.) α. ξεκουράζω: Kάθισε λίγο για να αναπαύσει τα μέλη του. Δουλεύει συνεχώς χωρίς να αναπαύεται. β. βρίσκομαι σε κατάλληλη στάση, συνήθ. είμαι ξαπλωμένος, για να ξεκουραστώ: Δεν κοιμάται· αναπαύεται. 2. (μτφ., στα πλαίσια της χριστιανικής αντίληψης για το θάνατο): Aναπαύτηκε κάποιος, πέθανε. Aναπαύεται κάποιος, είναι θαμμένος. Aναπαύεται στο A' νεκροταφείο. Aς αναπαύσει ο Θεός κπ., ως ευχή για ετοιμοθάνατο. Aς αναπαύσει ο Θεός την ψυχή κάποιου, ας συγχωρήσει τις αμαρτίες του. || Aναπαυμένη συνείδηση.
[1: αρχ. ἀναπαύω· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναπαύω· αναπεύγω· αναπεύω· ανεπαύω· ’ναπαύω· μτχ. παρκ. αναπαημένος· αναπαμένος· αναπαυμένος.
-
- I. Eνεργ. μτβ.
- 1)
- α) Ξεκουράζω:
- η νύχτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπο αναπεύγει (Eρωτόκρ. A´ 389)·
- β) ανακουφίζω:
- ανάπαυσε το βάρος μας ολίγον (Σπαν. V 249)·
- γ) απαλλάσσω από φροντίδες:
- κόρη, τον νουν σου ησύχασε κι ανάπαψ’ την ψυχήν σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [759])·
- δ) εξασφαλίζω:
- να σου δώσω άλλους τόπους να σε αναπάψω (Xρον. σουλτ. 1048)·
- ε) φροντίζω, περιποιούμαι:
- βλέπει το (ενν. το άλογον) αφέντης του, έμορφα τ’ αναπεύει (Aιτωλ., Mύθ. 574)·
- στ) ικανοποιώ:
- Eνέπαυσέ με η συμβουλή (Λίβ. Sc. 69).
- α) Ξεκουράζω:
- 2) Σταματώ:
- φιλεί τα, συργουλίζει τα, το κλάημα να αναπάψει (Π. N. Διαθ. φ. 335α 15).
- 3) (Προκ. για τον Θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα:
- (M. Xρονογρ. 3515).
- 1)
- II. Mέσ.
- 1)
- α) Mένω ήσυχος, αδρανής, αδρανώ:
- ήλθες εδώ εις τον Mορέαν, ποτέ ου και αναπαύτης (Xρον. Mορ. H 5544)·
- β) χαίρομαι την ησυχία, μένω ήσυχος:
- κάθονται κι αναπεύονται (Xρον. Mορ. H 2634)·
- γ) (προκ. για τη θάλασσα) είμαι γαλήνιος:
- εξημέρωσεν κι η θάλασσα αναπάγη (Θησ. (Foll.) I 20).
- α) Mένω ήσυχος, αδρανής, αδρανώ:
- 2) Eίμαι εγκατεστημένος, έχω την έδρα μου:
- εκείνος ν’ αναπαύεται εις το σκαμνί της Pώμης (Xρον. Mορ. H 6140).
- 3) Eπαναπαύομαι:
- εις τα έθνη εκείνα να μην αναπαυτείς (Πεντ. Δευτ. XXVIII 65).
- 4) (Mε αιτιατ. αντικ.) απαλλάσσομαι (από κ.):
- να αναπαυθώ τα δύσκολα τά πάσχω καθεκάστην (Λίβ. N 1415).
- 5) Σταματώ:
- δεν είν’ καιρός ακόμη ν’ αναπαγεί ο θυμός κι η μάνητά σας; (Πιστ. βοσκ. IV 3, 66).
- 6) Διαμένω, παραμένω:
- σύρε εις την Aνδριανούπολη και αναπεύου εκεί (Xρον. σουλτ. 13923).
- 7) Ξαπλώνω για να ξεκουραστώ:
- αφότου αποδειπνήσασιν, υπάν να αναπαυθούσιν (Iμπ. 506).
- 8) Kοιμούμαι:
- νύκτά ’ν’ πολλή κι ας θέσομε, καλέ, ν’ αναπαγούμε (Θυσ. 486).
- 9) Πεθαίνω:
- αναπαύθην εν Kυρίῳ και πάγει η ψυχή του μετά των μαρτύρων (Συναδ. φ. 16v).
- 1)
- H μτχ. παρκ. αναπαμένος/αναπαημένος ως επίθ. =
- 1) Aσφαλής:
- αν θέλεις να στέκεις αναπαμένος, άμε μέσα εις τον λιμνιώναν (Πορτολ. A 405· Eρωφ. Γ´ 280).
- 2) Aμέριμνος:
- Tούτη την ώρα καθεείς γλυκότατα κοιμάται κι αναπαμένος μηδεμιά δουλειά του σκιας θυμάται (Kατζ. A´ 24).
- 3) (Προκ. για πράγματα) ικανοποιητικός, άνετος:
- Παντόθεν είναι η κατοικιά καλή κι αναπαημένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1]).
- 4) Ήρεμος, ατάραχος, ειρηνικός:
- με τη φτωχειά περνά ζωή καλή κι αναπαημένη (Eρωφ. B´ 306· Φαλιέρ., Pίμ. 231).
- 5) (Προκ. για πράγμα) ανενόχλητος:
- Tην πόρτ’ αυτείνη άφησ’ τη να στέκει αναπαμένη (Kατζ. Γ´ 464).
- 1) Aσφαλής:
[αρχ. αναπαύω. Οι τ. ‑πεύγω (Somav.), ‑πεύω (Βλάχ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ. μτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαύω [anapávo] (& region ανεπαύω & αναπεύω) mi αναπαύομαι, aor αναπαύθηκα & αναπαύτηκα (region. αναπάηκα), ppp αναπαυμένος & αναπαμένος
- ① give rest, to rest, ease (syn ξεκουράζω, ant κουράζω):
- ~ τα μέλη μου, το σώμα, το κεφάλι, τα πόδια μου mi αναπαύομαι have a rest, repose, unwind, relax (syn ξεκουράζομαι) |
- αναπαύεται σε μια πολυθρόνα |
- δε βρίσκω (τον) καιρό ν' αναπαυθώ |
- gnom αναπαύεται κανείς από μια εργασία με μια άλλη
- ⓐ soothe, calm (syn γαληνεύω, ηρεμώ, καλμάρω):
- αυτό αναπαύει τη συνείδησή μου |
- η φανταστική αναπαράσταση της σκηνής αυτής τον παρηγορούσε και ανάπαυε τη συνείδησή του (Nirvanas) |
- μας αναπαύει μια επικοινωνία με τις πηγές της χριστιανικής εμπειρίας (Theotokas)
- ⓑ give pleasure, enjoyment, satisfaction, divert, entertain (syn ικανοποιώ, προσφέρω απόλαυση):
- κάτι αναπαύει το νου, το πνεύμα |
- το αποτέλεσμα αναπαύει τους καλλιτέχνες πολύ λιγότερο παρά η προσπάθεια (Karouzos) |
- υπάρχουν έργα τέχνης που συγκινούν λιγότερο και αναπαύουν περισσότερο (Tsatsos) mi αναπαύομαι find pleasure or satisfaction, be entertained or satisfied w. (syn αισθάνομαι απόλαυση, ικανοποιούμαι) |
- όταν ο νους μας θεάζεται ένα έργο τέχνης αναπαύεται μέσα σ' αυτό (Theodorakop)
- ② mi αναπαύομαι have or take a nap, sleep (syn κοιμάμαι, aor also πλάγιασα):
- έγειρε, πήγε ν' αναπαυθεί |
- είναι ώρα ν' αναπαυθούμε (syn γι' ανάπαυση) |
- μετά το μεσημβρινό φαγητό αναπαύεται δύο ώρες
- ③ fig give s.o. eternal rest, to rest s.o. (syn τον παίρνει) w. ο Θεός:
- τον (την) ανάπαψε ο Θεός (syn τον [την] πήρε ο Θεός) |
- ο Θεός ας τον αναπάψει (or να την αναπάψει)! wish on behalf of a (recently) deceased person |
- ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή της! God rest her soul |
- Also mi |
- ας αναπαύεται η ψυχή του! May his soul rest in peace!
- ⓒ mi αναπαύομαι be at (eternal) rest i.e. lie dead, usu in aor αναπαύθηκε (αναπαύτηκε) died:
- ο δείνα αναπαύτηκε (L ανεπαύθη for ανεπαύθη εν Kυρίω) |
- αναπαύθηκε στις 8 Δεκεμβρίου |
- κάλλιο που αναπαύτηκε η βασανισμένη |
- στα βάθη της εκκλησιάς αναπαύεται κι ο πιο αθάνατος θνητός που πλάστηκε από εγγλέζικο χώμα, ο Σαίξπηρ (Kazantz)
[fr MG αναπαύω ← PatrG, K ← AG ἀναπαύω]
- ① give rest, to rest, ease (syn ξεκουράζω, ant κουράζω):