Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαυτικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αναπαυτικός, επίθ.
  • Που παρέχει ανάπαυση, ευμάρεια· άκοπος:
    • Zωή αναπαυτική (Θησ. IB´ [324]).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = (στρατ.) σύνθημα για ανάπαυση:
    • (Παράφρ. Xων. 204).

[μτγν. επίθ. αναπαυτικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπαυτικός -ή -ό [anapaftikós] Ε1 : που είναι τέτοιος, ιδίως βολικός, ώστε να ξεκουράζει ή να μην προκαλεί κούραση: Ένας ~ καναπές. Aναπαυτική πολυθρόνα / καρέκλα. Aναπαυτικό κρεβάτι / παπούτσι. || ξεκούραστος: Aναπαυτική δουλειά. αναπαυτικά ΕΠIΡΡ: Kάθομαι / ξαπλώνω ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀναπαυ(σ)τικός `που δίνει ανάπαυση΄ σημδ. αγγλ. comfor table ή μέσω του γαλλ. confortable]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαυτικός, -ή, -ό [anapaftikós]
  • ① restful, comfortable, snug (syn άνετος, ξεκούραστος, ant κουραστικός):
    • αναπαυτικό σπίτι, αναπαυτική καμπίνα, ~ καναπές, αναπαυτικό ντιβάνι, αναπαυτική καρέκλα, πολυθρόνα, αναπαυτικό κάθισμα |
    • κρεβάτι αναπαυτικό |
    • αναπαυτική στάση |
    • πάπιες από φαγιάντσα της Bοημίας .. αναπαυτικότατη (Tsirkas) |
    • η αρχιτεκτονική της πόλεως αναπαυτική, τίποτε το κολοσσιαίο, μέτρο σουηδικό (Papantoniou) |
    • τα έτοιμα σχήματα .. άλλοτε αποτελούν αναπαυτικές συμβάσεις (Panagiotop) |
    • ξέρει να δίνει στους σχηματισμούς αναπαυτικές γραμμές και μια ποικιλία που διασκεδάζει (Papanoutsos)
  • ⓐ relaxed:
    • η μορφή του ήταν .. αναπαυτική μορφή ενός αγαθού ανθρώπου (Theotokas) |
    • αναπαυτική ημέρα relaxed day |
    • αναπαυτικό ταξίδι leisurely journey
  • ⓑ being done without (too much) labor, effortless, untiring (syn άκοπος1, ant κοπιαστικός):
    • αναπαυτική δουλειά
  • ② offering enjoyment, pleasurable, relaxing:
    • η αναπαυτική πρασινάδα ωραίων πάρκων, στολισμένων με αναβρυτήρια κλ (Ouranis) |
    • αναπαυτικό έργο a theater piece that does not tire but offers enjoyment (GSideris) [fr MG αναπαυτικός ← K àναπαυτικός, der of àναπαυτός (which attested in Pontic

[Oinoe] continues AG *ἀναπαυτός) w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες