Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαυτήριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπαυτήριο το [anapaftírio] Ο40 : χώρος που διαθέτει ειδικές εγκαταστάσεις, ώστε να είναι κατάλληλος για ανάπαυση: Θέρετρα και αναπαυτήρια για τους εργαζομένους.

[λόγ. < ελνστ. ἀναπαυτήριον, αρχ. σημ.: `ώρα ανάπαυσης΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαυτήριο [anapaftírio] το,
  • resting-place, rest-house or rest-room:
    • ~ εργατών κλ |
    • ~ των καθηγητών |
    • το μοναστήρι, γεμάτο ξενώνες, κελιά και αναπαυτήρια του καμάτου των οδοιπόρων (Panagiotop) |
    • μια ωραία βίλλα .. τη χρησιμοποιούσαν σαν ~ των διανοούμενων (Evelpidis)

[fr K αναπαυτήριον (bes αναπαυστήριον Xenoph. +), der of αναπαύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες