Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαυμένος, -η -ο [anapavménos] (& αναπαμένος)
- ① in repose, at rest, resting (in peace):
- ζωή αναπαυμένη |
- αναπαυμένα νιάτα |
- ~ άνθρωπος, κόσμος, λαός |
- ο Θεός ας έχει αναπαυμένες τις ψυχές τους (Sardelis) |
- (τα μαλλιά της) ησυχάζουν αναπαυμένα στο άσπρο πουπουλένιο μαξιλάρι (Vasilikos)
- ② fig quiet, calm, tranquil, serene (syn ήρεμος, ειρηνικός):
- δεν κάθεται ποτέ του ~ |
- η ώρα εκείνη η αναπαυμένη (Panagiotop) |
- είναι γαλάζια κι αναπαυμένη θάλασσα (id.) |
- μια μικρή ήρεμη απόλυτα αναπαυμένη λίμνη (Thrylos) |
- folks. όλα τα Δωδεκάνησα στέκουν αναπαμένα (Bouvier) |
- poem και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως (Seferis)
- ⓐ untroubled, clear:
- ήταν με αναπαυμένη συνείδηση |
- έχω τη δόλια μου τη συνείδηση αναπαμένη (Terzakis)
[fr MG αναπαμένος bes L αναπαυμένος, ppp of αναπαύω]
- ① in repose, at rest, resting (in peace):