Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπαριστώ [anaparistó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αναπαριστάνω.
[λόγ. ανα- παριστώ μτφρδ. γαλλ. représenter]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαριστώ [anaparistó] αναπαριστάς, ipf αναπαριστούσα, prp αναπαριστώντας,
- other tenses as in preced (L) = αναπαριστάνω:
- εννέα πίνακες αναπαριστούν αφηγηματικά το "χρυσό θρύλο" της αγίας Oύρσουλας (Kanellop) |
- ανάγλυφα αναπαριστούν με θαυμάσιο δραματικό τρόπο τη δημιουργία του Aδάμ κλ (id.) |
- μια εικόνα αναπαριστούσε την Έξοδο (Ouranis) |
- θεωρώντας ο δημιουργικός ιστορικός ένα περασμένο γεγονός δεν το αναπαριστά μόνο, αλλά και το αναδημιουργεί (Georgoulis) |
- όταν αναπαριστάς τις εκφράσεις, με τη μνήμη σου, θυμάσαι όχι τις εντυπώσεις, αλλά την έκφραση, τον τύπο που τις έχεις δώσει (IDragoumis)
- ⓐ reproduce, re-enact:
- ο κατηγορούμενος αναπαριστά το έγκλημα
[fr kath αναπαριστώ, neol (Koumanoudis), cpd of pref ανα- & παριστώ ← AG παρίστημι]
- other tenses as in preced (L) = αναπαριστάνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαριστώμενος, -η, -ο [anaparistómenos] (L)
- being represented, depicted, portrayed:
- αναπαριστώμενo αντικείμενο, αναπαριστώμενο επεισόδιο |
- επιδίωκε .. να πετύχει μιαν ευκολότερη παγίδευση των αναπαριστωμένων ζώων (Moustoxydis)
[prpp of αναπαριστώ]
- being represented, depicted, portrayed: