Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαραδιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπαραδιά η [anaparaδjá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) μεγάλη έλλειψη χρημάτων· απενταρία, αδεκαρία: Έχω (μεγάλες) αναπαραδιές.

[λόγ. ανα- (δες α- 1) παράδ(ες) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαραδιά [anapara∂já] η,
  • want, lack of money, indigence (syn αδεκαρία, απενταρία, αψιλία):
    • έχει ~| έχω αναπαραδιές be shy of money (syn phr έχω απενταρίες) |
    • τους πνίγει η ~, η φτώχεια (Petsalis) |
    • ο αιώνας της αναπαραδιάς και της ισότητας (KPolitis) |
    • folks. μα σαν την ~ άλλος καημός δεν είναι

[cpd of repeated privat. αν- & απαραδιά or der of αναπάραδος (Psichari, Στον ίσκιο2, 170) ← *απάραδος; cf syn Pontic άπαρος 'penniless']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες