Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαραγωγή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπαραγωγή η [anaparaγojí] Ο29 : 1.(βιολ.) λειτουργία με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παράγουν νέους οργανισμούς, όμοιους με αυτούς: Σκοπός της αναπαραγωγής είναι η διαιώνιση του είδους. Όργανα αναπαραγωγής. || γέννηση ή παραγωγή νέου οργανισμού: Zώα που εκτρέφονται για ~. H ~ των φυτών μπορεί να γίνει με καταβολάδες / των μονοκύτταρων οργανισμών με διχοτόμηση, πολλαπλασιασμός. H ~ των θηλαστικών γίνεται με τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο. 2. η τεχνική διαδικασία με την οποία: α. ήχοι ή εικόνες που έχουν αποτυπωθεί σε κάποιο υλικό μετατρέπονται πάλι σε ηχητικά κύματα ή σε φωτεινές εικόνες: Tο βίντεο είναι σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου και εικόνας. β. από ένα πρωτότυπο (κτ. που είναι αποτυπωμένο σε χαρτί) παράγονται πολλά αντίτυπα. 3. επανάληψη και ανανέωση στοιχείων (καταστάσεων, φαινομένων κτλ.) που αφορούν την κοινωνική, οικονομική ή πολιτιστική ζωή των ανθρώπων: H ~ των κοινωνικών προτύπων γίνεται στην οικογένεια.

[λόγ. ανα- παραγωγή μτφρδ. γαλλ. reproduction]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαραγωγή [anaparaγoyí] η, (L)
  • ① biol reproduction, proliferation:
    • η ζωή είναι και ~ |
    • ~ του ανθρωπίνου είδους |
    • το ένστικτο, η ορμή της αναπαραγωγής |
    • αγενής ~ asexual reproduction, εγγενής ~ sexual reproduction |
    • οι βασικές μεγάλες ορμές της ζωής του ανθρώπου είναι της θρέψεως και της αναπαραγωγής |
    • οι αδένες αναπαραγωγής, τα όργανα αναπαραγωγής reproductive organs |
    • όργανα αναπαραγωγής άνθους reproductive parts of a flower |
    • ταύρος αναπαραγωγής bull for service, stud bull |
    • φοράδα αναπαραγωγής broodmare |
    • μέτρα προστασίας και αναπαραγωγής του κρητικού αιγάγρου (εκτροφεία στα νησάκια Θοδωρού, Δία και ανώνυμο νησάκι του Aγ. Nικολάου) |
    • τόπος αναπαραγωγής ψαριών spawning bed or area |
    • ~ χελιών |
    • ~ λουτρ και βιζόν γίνεται σε εκτροφεία |
    • εκτροφεία αναπαραγωγής καστόρων |
    • σύστημα αναπαραγωγής ανδρός (γυναικός) |
    • φαλλικά αγάλματα (απ' το Θιβέτ) αναπαριστάνουν την πράξη της ανθρώπινης αναπαραγωγής με ωμό ρεαλισμό (Evelpidis) |
    • η ~ των κατοίκων της Iνδίας
  • ⓐ phys etc reproduction:
    • ~ σχημάτων, όγκων, χρωμάτων, κινήσεων, λέξεων |
    • η φυσική εξασφαλίζει την ~ παρόμοιων συνθηκών και την επακόλουθη παραγωγή ορισμένων αποτελεσμάτων (Evelpidis) |
    • πειραματική ~ ελκών του στομάχου με ιργαπυρίνη |
    • προστασία απ' την κακοκαιρία ή εξασφάλιση περιβάλλοντος για τη διαδικασία αναπαραγωγής (Peponis) |
    • απλή ~ της λεκτικής γνώσης (Geros)
  • ② reproduction, duplication:
    • μέθοδος αναπαραγωγής βιβλίου, άρθρου κλ |
    • η τέχνη δεν είναι ~ της πραγματικότητας παρ' όλο ότι ξεκινάει από την πραγματικότητα |
    • φωτογραφική ~ της επιφάνειας του εξωτερικού κόσμου |
    • καλλιτεχνική ~ έργου |
    • ταχεία ~ των κειμένων και σε πολλαπλάσια αντίτυπα |
    • δημιουργική ~ της αρχαίας αισθητικής (Kanellop) |
    • χαρακτικές αναπαραγωγές ζωγραφικών έργων

[fr kath αναπαραγωγή, neol (Koumanoudis), der of αναπαράγω; cf παραγωγή (: παράγω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες