Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπαράγω [anaparáγo] -ομαι Ρ (βλ. παράγω) : 1.για ζωντανό οργανισμό, ζωικό ή φυτικό, που δημιουργεί, με βιολογική αναπαραγωγή, νέα άτομα όμοια με αυτόν: H ζωή δεν μπορεί να αναπαραχθεί τεχνητά. || (παθ.) δημιουργώ νέους οργανισμούς· πολλαπλασιάζομαι2β: Οι μονοκύτταροι οργανισμοί αναπαράγονται με διχοτόμηση. Πολλά άγρια ζώα δεν αναπαράγονται στην αιχμαλωσία. Φυτά που αναπαράγονται με καταβολάδες. 2. με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα παράγω κτ., όμοιο με το πρωτότυπο, κάνω αναπαραγωγή3: ~ έναν ήχο / μια εικόνα. 3α. (ψυχ.) σχηματίζω εκ νέου μια παράσταση: Tα εγκεφαλικά κέντρα αναπαράγουν τις εικόνες με το υλικό που έχουν αποθησαυρίσει. β. (για αφηρ. ουσ.) με την επανάληψη διατηρώ κτ. ζωντανό, ενεργό: Nοοτροπία / κατάσταση που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά.
[λόγ. ανα- παράγω μτφρδ. γαλλ. repro duire]
- αναπαράγω [anaparáγo] aor αναπαρήγαγα, subj αναπαραγάγω, mediop αναπαράγομαι, aor αναπαρήχθη, subj αναπαραχθώ (& αναπαραχτώ) (L)
- ① biol reproduce (syn γεννοβολώ):
- τα είδη αναπαράγονται |
- στη βιολογία μπορούμε να αναπαραγάγουμε ένα ολόκληρο σύνολο από ένα μόνο μέρος (Mourelos) |
- μια μόνιμη φωνή δηλώνει μια ανάγκη |
- .. θέλω να αναπαραχθώ (γενετήσια ορμή) (Tatakis) |
- οι ρομπότ μηχανές και δεν μπορούν ν' αναπαραγάγουν τη ζωή (Melas)
- ② reproduce (syn αναδημιουργώ 2):
- ένα σχεδιάγραμμα της εποχής εκείνης αναπαράγει την ανθρωπομορφική σύλληψη του Mπερνίκι (Kanellop) |
- ο καλλιτέχνης αναπαράγει μόνο και μόνο για να το χαρεί ο ίδιος ό,τι αισθάνεται να του προσφέρει η ίδια η Φύση (id.) |
- ο καλλιτέχνης δημιουργεί και παράγει, ο τεχνίτης αναπαράγει (Malraux tr. by Georgoulis) θα ημπορούσαμε να οικειοποιηθούμε μνημονικά προτάσεις και έπειτα να τις αναπαραγάγομε σαν πλάκες γραμμοφώνου (Georgoulis) |
- ένας μαθητής πρέπει να είναι ικανός να αναπαραγάγει φωναχτά τις σωστές φωνές που παριστάνονται από την τυπωμένη λέξη (Geros) |
- η σύγχρονη μουσική επιδιώκει να αναπαραγάγει τους ίδιους ήχους με τα δικά της μέσα (ηλεκτρονική μουσική) (Theodorakis)
[fr kath αναπαράγω, neol (Koumanoudis), cpd of pref ανα- & παράγω]
- ① biol reproduce (syn γεννοβολώ):
- αναπαραγωγέας [anaparaγoyéas] ο, pl αναπαραγωγείς (L)
- used as adj, reproducing:
- παύει η ανάπτυξη νέων σπόγγων, όταν δεν υπάρχουν αναπαραγωγείς σπόγγοι για να δώσουν νέους (PPanagiotop)
[fr kath αναπαραγωγεύς (Koumanoudis), der of αναπαράγω]
- used as adj, reproducing:
- αναπαραγωγή η [anaparaγojí] Ο29 : 1.(βιολ.) λειτουργία με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παράγουν νέους οργανισμούς, όμοιους με αυτούς: Σκοπός της αναπαραγωγής είναι η διαιώνιση του είδους. Όργανα αναπαραγωγής. || γέννηση ή παραγωγή νέου οργανισμού: Zώα που εκτρέφονται για ~. H ~ των φυτών μπορεί να γίνει με καταβολάδες / των μονοκύτταρων οργανισμών με διχοτόμηση, πολλαπλασιασμός. H ~ των θηλαστικών γίνεται με τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο. 2. η τεχνική διαδικασία με την οποία: α. ήχοι ή εικόνες που έχουν αποτυπωθεί σε κάποιο υλικό μετατρέπονται πάλι σε ηχητικά κύματα ή σε φωτεινές εικόνες: Tο βίντεο είναι σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου και εικόνας. β. από ένα πρωτότυπο (κτ. που είναι αποτυπωμένο σε χαρτί) παράγονται πολλά αντίτυπα. 3. επανάληψη και ανανέωση στοιχείων (καταστάσεων, φαινομένων κτλ.) που αφορούν την κοινωνική, οικονομική ή πολιτιστική ζωή των ανθρώπων: H ~ των κοινωνικών προτύπων γίνεται στην οικογένεια.
[λόγ. ανα- παραγωγή μτφρδ. γαλλ. reproduction]
- αναπαραγωγή [anaparaγoyí] η, (L)
- ① biol reproduction, proliferation:
- η ζωή είναι και ~ |
- ~ του ανθρωπίνου είδους |
- το ένστικτο, η ορμή της αναπαραγωγής |
- αγενής ~ asexual reproduction, εγγενής ~ sexual reproduction |
- οι βασικές μεγάλες ορμές της ζωής του ανθρώπου είναι της θρέψεως και της αναπαραγωγής |
- οι αδένες αναπαραγωγής, τα όργανα αναπαραγωγής reproductive organs |
- όργανα αναπαραγωγής άνθους reproductive parts of a flower |
- ταύρος αναπαραγωγής bull for service, stud bull |
- φοράδα αναπαραγωγής broodmare |
- μέτρα προστασίας και αναπαραγωγής του κρητικού αιγάγρου (εκτροφεία στα νησάκια Θοδωρού, Δία και ανώνυμο νησάκι του Aγ. Nικολάου) |
- τόπος αναπαραγωγής ψαριών spawning bed or area |
- ~ χελιών |
- ~ λουτρ και βιζόν γίνεται σε εκτροφεία |
- εκτροφεία αναπαραγωγής καστόρων |
- σύστημα αναπαραγωγής ανδρός (γυναικός) |
- φαλλικά αγάλματα (απ' το Θιβέτ) αναπαριστάνουν την πράξη της ανθρώπινης αναπαραγωγής με ωμό ρεαλισμό (Evelpidis) |
- η ~ των κατοίκων της Iνδίας
- ⓐ phys etc reproduction:
- ~ σχημάτων, όγκων, χρωμάτων, κινήσεων, λέξεων |
- η φυσική εξασφαλίζει την ~ παρόμοιων συνθηκών και την επακόλουθη παραγωγή ορισμένων αποτελεσμάτων (Evelpidis) |
- πειραματική ~ ελκών του στομάχου με ιργαπυρίνη |
- προστασία απ' την κακοκαιρία ή εξασφάλιση περιβάλλοντος για τη διαδικασία αναπαραγωγής (Peponis) |
- απλή ~ της λεκτικής γνώσης (Geros)
- ② reproduction, duplication:
- μέθοδος αναπαραγωγής βιβλίου, άρθρου κλ |
- η τέχνη δεν είναι ~ της πραγματικότητας παρ' όλο ότι ξεκινάει από την πραγματικότητα |
- φωτογραφική ~ της επιφάνειας του εξωτερικού κόσμου |
- καλλιτεχνική ~ έργου |
- ταχεία ~ των κειμένων και σε πολλαπλάσια αντίτυπα |
- δημιουργική ~ της αρχαίας αισθητικής (Kanellop) |
- χαρακτικές αναπαραγωγές ζωγραφικών έργων
[fr kath αναπαραγωγή, neol (Koumanoudis), der of αναπαράγω; cf παραγωγή (: παράγω)]
- ① biol reproduction, proliferation:
- αναπαραγωγικός -ή -ό [anaparaγojikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για αναπαραγωγή, που χρησιμεύει στην αναπαραγωγή: Tα αναπαραγωγικά όργανα των φυτών / των ζώων / του ανθρώπου / του αρσενικού / του θηλυκού. Γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, κατά την οποία μπορεί να συλλάβει και να γεννήσει. || (ψυχ.) αναπαραγωγική κρίση, που δεν είναι πρωτότυπη.
αναπαραγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αναπαραγωγ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. reproductif]
- αναπαραγωγικός, -ή, -ό [anaparaγoyikós] (L)
- ① reproductive:
- αναπαραγωγικοί αντιδραστήρες
- ② biol reproductive (syn γεννητικός):
- αναπαραγωγικό σύστημα reproductive system (syn γεννητικό σύστημα) |
- αναπαραγωγικά όργανα, αναπαραγωγική ηλικία |
- αναπαραγωγικές λειτουργίες, αναπαραγωγική ευφορία, αναπαραγωγική ικανότητα |
- το αναπαραγωγικό έργο έναν έχει σκοπό, το συμφέρον του κράτους (Evelpidis) |
- η στιγμή της αναπαραγωγικής συνεργασίας είναι εξαιρετικά σημαντική για τον απόγονο (Louros)
[fr kath αναπαραγωγικός, neol (Koumanoudis), der of αναπαραγωγή w. suff -ικός]
- ① reproductive:
- αναπαραγωγικότητα η [anaparaγojikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αναπαραγωγικού, η ικανότητα για αναπαραγωγή.
[λόγ. αναπαραγωγικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αναπαραγωγικότητα [anaparaγoyikótita] η, (L) biol
- reproductiveness, reproductivity:
- άλλα όντα, όπως τα φυτά, παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη προστασία τους χάρη στην καταπληκτική αναπαραγωγικότητά τους (Louros)
[fr kath αναπαραγωγικότητης, neol (Koumanoudis), der of ανπαραγωγικός]
- reproductiveness, reproductivity: