Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαιστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπαιστικός -ή -ό [anapestikós] Ε1 : (μετρ.) που έχει σχέση με τον ανάπαιστο ή που αποτελείται από αναπαίστους: ~ ρυθμός. Aναπαιστικό μέτρο. ~ στίχος, ανάπαιστος.

[λόγ. < ελνστ. ἀναπαιστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαιστικός, -ή, -ό [anapestikós] (L) metrics
  • pertaining to anapaests, anapaestic:
    • αναπαιστικό μέτρο anapaestic meter |
    • ~ στίχος anapaestic verse |
    • ~ μονόμετρος, δίμετρος, τρίμετρος, τετράμετρος, πεντάμετρος |
    • ~ ρυθμός anapaestic rhythm |
    • οι θαυμαστοί αναπαιστικοί ρυθμοί του αισχύλειου λόγου (Kakridis) |
    • ~ διάλογος με περιεχόμενο διαφωτιστικό αγωνιστικό (Stavrou Ar 669)

[fr K ἀναπαιστικός 'anapaestic']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες