Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπήδηση [anapí∂isi] η, (L)
- ① jumping (up), jump (up), leap (ant καταπήδηση):
- athl η μπάλα επανέρχεται με ~ δυο παικτών |
- σε κάθε πήδημα διακρίνομε τρεις ενέργειες |
- τη φορά, την ~, την καταπήδηση
- ⓐ ichth porpoising:
- ~ του ψαριού |
- κυματοειδής ~
- ② bouncing, bounce, rebound (syn γκελ):
- ~ της μπάλας |
- η ομάδα κέρδισε στην ~ τη μπάλα (Tsiantas)
- ③ car bouncing:
- τα ελατήρια κάνουν την ~ του αυτοκινήτου πιο ομαλή (Vardakos)
- ④ spurting, spurt:
- ~ υγρού [fr kath αναπήδησις ← AG àναπήδησις ('leaping up' [Hippocr.], 'palpitation'
[Aristotle]; cf αναπήδημα]
- ① jumping (up), jump (up), leap (ant καταπήδηση):