Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπέμπω [anapémbo] -ομαι Ρ αόρ. ανέπεμψα, απαρέμφ. αναπέμψει, παθ. αόρ. αναπέμφθηκα, απαρέμφ. αναπεμφθεί : 1.(εκκλ.) κάνω προσευχή, δέηση κτλ. σε κπ.: Aναπέμπουν δεήσεις / ευχαριστίες στον Ύψιστο. Σε όλες τις εκκλησίες αναπέμπονται ευχές για τη σωτηρία της πόλης. 2. (νομ.) κάνω αναπομπή σε κτ.: ~ ένα διάταγμα. Tο θέμα αναπέμφθηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναπέμπω, αρχ. σημ.: `στέλ νω προς τα πάνω΄· 2: ελνστ. σημ.: `αναφέρομαι σε ανώτερη αρχή΄ & σημδ. γαλλ. renvoyer]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναπέμπω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Eκπέμπω, αναδίδω:
- ήχον ανέπεμπον τερπνόν (Διγ. Z 2888)·
- β) (εκκλ.) απευθύνω:
- δόξαν ανέπεμψεν θεῴ (Aχιλλ. O 319).
- α) Eκπέμπω, αναδίδω:
- 2) Στέλνω:
- (Mυστ. 59).
- 3) (Nομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω:
- ο κύρης μου … αναπέμπει την ημέραν του ως εκείνος όπου ένι ασθενής (Aσσίζ. 8919).
- 1)
- II. (Mέσ.) εκπηδώ, προβάλλω:
- εκ της ρίζης θαυμαστή ανεπέμπετο βρύσις (Διγ. Gr. 2077).
[αρχ. αναπέμπω. H λ. και σήμ. λόγ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπέμπω [anapémbο] ipf ανάπεμπα & ανέπεμπα, aor ανάπεμψα, subj αναπέμψω, mediop αναπέμπομαι, aor subj αναπεμφθή (L)
- ① send forth or back (syn εξαποστέλλω πίσω):
- ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αναπέμπει το νόμο στη Bουλή |
- η υπόθεση θα αναπεμφθεί στο ειδικό πειθαρχικό συμβούλιο
- ② send up, emit (of smell, incense, fumes etc) (syn αναδίδω, εκπέμπω):
- ο υπόνομος αναπέμπει αναθυμιάσεις |
- αυτός ο πόνος είναι το ευχαριστήριο θυμίαμα που αναπέμπεται στους θεούς από τη χώρα των θνητών (Theodorakop)
- ③ eccl mus intone (hymns):
- ανάπεμπα αίνους στο Θεό |
- ο μουσικός αυτός τόνος που αναπέμπεται από το ποίημα είναι άμεσα προσιτός στην ευαισθησία μας (Georgoulis) |
- ανάπεμπαν οι επιβάτες το θούριο της ώρας (Pallis) |
- μαζί μ' όλα | τα πλάσματα ..| σας ~ αυτό το μέγα ρήμα που ανεβάζει | .. ο υπόγειος | ποταμός της καρδιάς (Vrettakos)
- ④ eccl send up (a prayer etc to Heaven, to God) (syn απευθύνω):
- ο ευκτήριος οίκος αναπέμπει ειρηνικές δεήσεις |
- η δέηση που αναπέμπεται στους ναούς (Ouranis) |
- ακόμη και ιερείς που κρατούσαν στο χέρι θυμιατήρι ανέπεμπαν ευχές να στεφανώσει Έλληνα η Nίκη (Chatzinikou) |
- η θερμή παράκληση και ευχή που αναπέμπει προς το Θεό μέσα από το γαλήνιο περιβάλλον της μονής .. ο πρώην πατριάρχης Γεννάδιος (Vacalop) |
- αναπέμπονται μαζί με τα εγκώμια και θερμές προσευχές και επικλήσεις για την αποτελεσματική αρωγή των πολιούχων αγίων (id.) |
- θέλω τώρα, ω Eπουράνιοι, ευχαριστήριες πράξεις μου ν' αναπέμψω (Papatsonis) |
- poem κι όλοι μας στον Πλάστη αναπέμπομε | μια προσευχή |
- τη Λευτεριά να σου χαρίσει (Sophia E. Toumba)
[fr MG αναπέμπτω ← K, PatrG ← AG ἀναπέμπω]
- ① send forth or back (syn εξαποστέλλω πίσω):