Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπάντητος -η -ο [anapánditos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν απαντήσει. α. για κτ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει κάποιος να το απαντήσει: Aπό τις ερωτήσεις του διαγωνίσματος δεν άφησε καμιά αναπάντητη. Tα ερωτήματα που έθεσε η αντιπολίτευση έμειναν αναπάντητα από τον αρμόδιο υπουργό. Όλα μου τα γράμματα έμειναν αναπάντητα. || για κτ. που από τη φύση του δεν μπορεί να απαντηθεί, να εξηγηθεί: Tα μεγάλα, αναπάντητα ερωτήματα για τη ζωή και για το θάνατο. β. για κτ. που δεν το έχουν ακόμη απαντήσει: Mου έμειναν δύο γράμματα αναπάντητα.
[λόγ. αν- (δες α- 1) απαντη- (απαντώ) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀναπάντητος `μέρος όπου δε συναντάς κανένα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπάντητος, -η, -ο [anapánditos] (L)
- ① unanswered (ant απαντημένος):
- ερώτημα (ρώτημα) αναπάντητο |
- παραμένει κ' εδώ αναπάντητο ένα ερώτημα |
- τα ερωτήματα αυτά θα μείνουν αιωνίως αναπάντητα |
- πολλές ερωτήσεις που τους γίνονταν ήταν καθαυτό αναπάντητες |
- ερωτηματικά που ξέφτισαν αναπάντητα |
- η επιστολή έμεινε αναπάντητη |
- τώρα τελευταία τ' αφήνανε τα γράμματά του αναπάντητα |
- εξήγησε γιατί θ' αφήσει την κριτική αναπάντητη (Chourmouzios) |
- αφήνουν αναπάντητες τις δικές του απορίες (Papanoutsos) |
- παραμένει πάντα ένα αναπάντητο δίλημμα (Thrylos) |
- το αίτημα αυτό, το τόσο λογικό, έμεινε αναπάντητο (ENRoussos) |
- το κατηγορητήριο αυτό δεν μένει αναπάντητο από τους προοδευτικούς (Fteris) |
- ήταν αδύνατο να μείνει ανεξέταστο και αναπάντητο το σοβαρό τούτο επιχείρημα (Papanoutsos) |
- άφησε αναπάντητο αυτό το διάβημα (Terzakis) |
- η αναπαράσταση αυτή βασίζεται σε αναπάντητες προϋποθέσεις (Despinis) |
- δεν άφησε αναπάντητα τα καυχήματα του Λουκή (Zalokostas) |
- το αστείο του δεν έμεινε αναπάντητο από γέλια (Rotas) |
- ένα τέτοιο ράπισμα (the work of Fallmerayer on the eclipse of the Greeks) σε τέτοια κρίσιμη στιγμή δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητο (Dimaras) |
- poem [το ποτάμι] πνίγει μέσα στο ρόχθο του αναπάντητη | κάθε φωνή και κάθε επίκλησή μας (Koukoulas)
- ② not having answered, silent:
- τον έκαμες να μείνει ~ |
- στις παρατηρήσεις που του έκαμαν έμεινε ~ |
- μένει ~ ο κ. Σπύρος Mελάς (Athanasiadis-N)
[fr kath αναπάντητος ← K ἀναπάντητος (Cicero), cpd of pref ἀν- & *ἀπαντητός, verb adj of ἀπαντῶ (-άω)]
- ① unanswered (ant απαντημένος):