Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπάντητα [anapándita] adv
- without giving an answer:
- δεν ήταν από τις γυναίκες που τα δέχονται αυτά ~ (Petsalis)
[der of αναπάντητος]
- without giving an answer: