Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπάντεχα [anapándexa] adv (region & lit ανεπάντεχα)
- unexpectedly, suddenly (syn απάντεχα, απροσδόκητα, απρόσμενα, έξαφνα):
- έγινε τόσο ~ |
- ο καιρός άλλαξε ~ |
- σταμάτησε η βροχή ~ |
- κατέβηκε ~ αέρας |
- παρουσιάζεται ~ |
- τη βρήκα ~ |
- βρέθηκε στο δρόμο ~ |
- ήρθε (κάπως or εντελώς) ~ |
- προβάλανε ~ δυο |
- μου 'ρθε ~ |
- ξύπνησα τόσo ~ |
- πλουταίνει ~, κέρδισε ~ χίλιες λίρες |
- πέθανε (έτσι ξαφνικά και) ~ |
- με ρώτησε -η ερώτηση ήρθε ~ |
- έξαφνα, ~ μου είπε |
- έτσι μίλησε μ' ~ κοφτό τρόπο |
- ~ μεγάλος αριθμός ημερών |
- το στρατήγημα ~ πέτυχε |
- ακούστηκε ~ ένα τραγούδι |
- τι έπαθε ο Γ. κι άναψε έτσι ~; |
- φώναξε με ~ δυνατή και άγρια φωνή |
- poem με ξέβρασε ~ τρισάγρια τρικυμία (Palam)
[der of αναπάντεχος]
- unexpectedly, suddenly (syn απάντεχα, απροσδόκητα, απρόσμενα, έξαφνα):