Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναξιοπρεπώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιοπρεπώς [anaksioprepós] adv (L)
  • improperly, dishonorably, disreputably (ant αξιοπρεπώς):
    • φέρεται ~ |
    • μίλησε ~ για τους γονείς του

[fr kath αναξιοπρεπώς, der of αναξιοπρεπής; cf αξιοπρεπώς (fr αξιοπρεπής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες