Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναξιοπρεπής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιοπρεπής -ής -ές [anaksioprepís] Ε10 : ANT αξιοπρεπής. α. που τον χαρακτηρίζει η περιφρόνηση στους κανόνες που καθορίζουν τη σωστή συμπεριφορά, στους τύπους και στην ουσία: Ο ~ άνθρωπος δε σέβεται ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους. Δεν έχει ούτε φιλότιμο ούτε ευθιξία, είναι πολύ ~. β. που ταιριάζει σε αναξιοπρεπή άνθρωπο: ~ συμπεριφορά / στάση. Aυτό που έκανε ήταν πολύ αναξιοπρεπές. αναξιοπρεπώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αξιοπρεπής μτφρδ. γαλλ. indigne· λόγ. αναξιοπρεπ(ής) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιοπρεπής, -ής, -ές [anaksioprepís] (L)
  • improper, dishonorable, disreputable, unseemly, base:
    • ~ συμπεριφορά, ~ άνθρωπος, αναξιοπρεπείς εργασίες |
    • άνθρωπος υποτελής σε αναξιοπρεπείς καταστάσεις |
    • οι φιλάργυροι συμβαίνει να είναι και αναξιοπρεπείς |
    • είναι αναξιοπρεπές να .. it is beneath one's dignity to (do sth) |
    • ήταν αναξιοπρεπές για έναν άνθρωπο να γίνεται άβουλο έρμαιο των παραισθήσεών του (Mourelos) |
    • παιδευτική εργασία με δασκάλους αναξιοπρεπείς ούτε γίνεται ούτε είναι καν νοητή (Papanoutsos) |
    • poem τίποτε | το ταπεινό ή το αναξιοπρεπές | δεν έχουν κατ' εμέ τα κομματάκια αυτά | από υαλί χρωματιστό (Kavafis)

[fr kath αναξιοπρεπής; cpd οf αν- & MG αξιοπρεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες